κράββατος: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κράββατος''': ἢ κράβατος, ὁ, ἀνάκλιντρον, [[κλίνη]], καθ’ ἃ λέγεται Μακεδον. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ Ἀττ. -[[σκίμπους]], Sturz. Διάλ. Μακεδ. σ. 175· ἐν χρήσει [[ὅμως]] παρὰ Κρίτωνι καὶ Ρίνθωνι, [[Πολυδ]]. Ιϳ, 35. ἀκολούθως συχνὸν ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ τοῖς μεταγενεστ. Λατιν. grăbātus, Μαρτιάλ. 6. 39, 4· ― ὑποκορ. κραββάτιον, τό, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 74· ― κραβάτριος, ὁ, πιθαν. [[θαλαμηπόλος]], Ἐπιγρ. Βοσπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2114d. | |lstext='''κράββατος''': ἢ κράβατος, ὁ, ἀνάκλιντρον, [[κλίνη]], καθ’ ἃ λέγεται Μακεδον. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ Ἀττ. -[[σκίμπους]], Sturz. Διάλ. Μακεδ. σ. 175· ἐν χρήσει [[ὅμως]] παρὰ Κρίτωνι καὶ Ρίνθωνι, [[Πολυδ]]. Ιϳ, 35. ἀκολούθως συχνὸν ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ τοῖς μεταγενεστ. Λατιν. grăbātus, Μαρτιάλ. 6. 39, 4· ― ὑποκορ. κραββάτιον, τό, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 74· ― κραβάτριος, ὁ, πιθαν. [[θαλαμηπόλος]], Ἐπιγρ. Βοσπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2114d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />lit de repos ; mauvais lit, grabat, paillasse.<br />'''Étymologie:''' mot macéd. selon POLL. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, also κράβᾰτος, Sammelb.4292.9, v.l.in Ev.Marc.2.4, κράβακτος, v.l. in NT (cod. Alex.), PTeb.406.19 (iii A. D.) (whence Dim. κραβάκτιον, τό, PGrenf.2.111.32 (v/vi A. D.), and Adj. κραβακτήριος, α, ον, PMasp.6 ii 46 (vi A. D.)):—also κράβακτον, τό, l.c.97 (vi A. D.), κράβαττος, Arr.Epict.1.24.14, v.l. in NT (cod. W), Gloss., cf.
A grabattus, Virg.Mor.5:—couch, mattress, pallet, Rhinth.11, Crito Com.2; but condemned as un-Attic by Phryn.44; freq. in later Gr., ἐπὶ κλιναρίων καὶ κραββάτων Act.Ap.5.15, etc., cf. Arr.Epict.l.c., PLond.2.191.16 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
κράββατος: ἢ κράβατος, ὁ, ἀνάκλιντρον, κλίνη, καθ’ ἃ λέγεται Μακεδον. λέξις ἀντὶ τοῦ Ἀττ. -σκίμπους, Sturz. Διάλ. Μακεδ. σ. 175· ἐν χρήσει ὅμως παρὰ Κρίτωνι καὶ Ρίνθωνι, Πολυδ. Ιϳ, 35. ἀκολούθως συχνὸν ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ τοῖς μεταγενεστ. Λατιν. grăbātus, Μαρτιάλ. 6. 39, 4· ― ὑποκορ. κραββάτιον, τό, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 74· ― κραβάτριος, ὁ, πιθαν. θαλαμηπόλος, Ἐπιγρ. Βοσπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2114d.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lit de repos ; mauvais lit, grabat, paillasse.
Étymologie: mot macéd. selon POLL.