κυρία: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῡρία''': ἡ, [[ἐξουσία]], [[δύναμις]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 84, Πολύβ. 6. 2, 13 καὶ 15, 6, κτλ.˙ κυρίαν ἔχειν τινός, ἐπί τινος, ὁ αὐτ. 6. 13, 1˙ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 6. 14, 10˙ ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δαν. Δ΄, 19., Ϛ΄, 26., ΙΑ΄, 5) [[κυρεία]] ἀπαντᾷ, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VI. 22, Ἐτυμ. Μέγ. 427. 9˙ καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] παρὰ Μανέθωνι 4. 606. ΙΙ. [[δέσποινα]], ἴδε [[κύριος]] Β. Ι. 2.
|lstext='''κῡρία''': ἡ, [[ἐξουσία]], [[δύναμις]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 84, Πολύβ. 6. 2, 13 καὶ 15, 6, κτλ.˙ κυρίαν ἔχειν τινός, ἐπί τινος, ὁ αὐτ. 6. 13, 1˙ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 6. 14, 10˙ ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δαν. Δ΄, 19., Ϛ΄, 26., ΙΑ΄, 5) [[κυρεία]] ἀπαντᾷ, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VI. 22, Ἐτυμ. Μέγ. 427. 9˙ καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] παρὰ Μανέθωνι 4. 606. ΙΙ. [[δέσποινα]], ἴδε [[κύριος]] Β. Ι. 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />v. [[κύριος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡρία Medium diacritics: κυρία Low diacritics: κυρία Capitals: ΚΥΡΙΑ
Transliteration A: kyría Transliteration B: kyria Transliteration C: kyria Beta Code: kuri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A authority, power, Arist.Mir.837a5, etc.; possession, control, οἴνου Plb.6.11A.4; ταμιείου Id.6.13.1; τοῦ ἐπαποστεῖλαι στρατηγόν Id.6.15.6; κυρίαν ἔχειν περί τινος Id.6.14.10.—The form κυρεία is freq. found in Pap. and Inscrr. from i B.C., as BGU1123.6 (i B.C.), PAmh.2.95i6(ii A.D.), and codd., as Plb.6.11A.4, LXX Da.11.5, Thd. Da.4.19, 6.26(7), Ph.2.52 (v.l.), Ath.10.440f(v.l.), EM427.9, and is required by metre in Man.4.606: contr. from κυριεία (q.v.).    II fem. of κύριος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1536] ἡ, = κυρεία; τινός, Pol. 6, 15, 6; περί τινος, 6, 14, 10; a. Sp., gew. v. l. von κυρεία.

Greek (Liddell-Scott)

κῡρία: ἡ, ἐξουσία, δύναμις, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 84, Πολύβ. 6. 2, 13 καὶ 15, 6, κτλ.˙ κυρίαν ἔχειν τινός, ἐπί τινος, ὁ αὐτ. 6. 13, 1˙ περί τινος ὁ αὐτ. 6. 14, 10˙ ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δαν. Δ΄, 19., Ϛ΄, 26., ΙΑ΄, 5) κυρεία ἀπαντᾷ, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VI. 22, Ἐτυμ. Μέγ. 427. 9˙ καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον παρὰ Μανέθωνι 4. 606. ΙΙ. δέσποινα, ἴδε κύριος Β. Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. κύριος.