κυμινοπρίστης: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠμῑνοπρίστης''': -ου, ὁ, ([[πρίω]]) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ [[κύμινον]], δηλ. [[ἄνθρωπος]] εἰς [[ἄκρον]] [[φειδωλός]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., [[κυμινοπρίστης]] ὁ [[τρόπος]] ἐστί σου [[πάλαι]] Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ [[κυμινοκίμβιξ]], ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.
|lstext='''κῠμῑνοπρίστης''': -ου, ὁ, ([[πρίω]]) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ [[κύμινον]], δηλ. [[ἄνθρωπος]] εἰς [[ἄκρον]] [[φειδωλός]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., [[κυμινοπρίστης]] ὁ [[τρόπος]] ἐστί σου [[πάλαι]] Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ [[κυμινοκίμβιξ]], ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui scie un grain de cumin, <i>càd</i> ladre, avare;<br /><b>2</b> qui consiste à scier un grain de cumin, <i>càd</i> qui est le fait d’un avare.<br />'''Étymologie:''' [[κύμινον]], [[πρίω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠμῑνοπρίστης Medium diacritics: κυμινοπρίστης Low diacritics: κυμινοπρίστης Capitals: ΚΥΜΙΝΟΠΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kyminoprístēs Transliteration B: kyminopristēs Transliteration C: kyminopristis Beta Code: kuminopri/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, (πρίω)

   A cummin-splitter, i.e. skinflint, Arist. EN1121b27, Posidipp.26.12: as Adj., κ. ὁ τρόπος ἐστί σον Alex. 251.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ, (πρίω) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ κύμινον, δηλ. ἄνθρωπος εἰς ἄκρον φειδωλός, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., κυμινοπρίστηςτρόπος ἐστί σου πάλαι Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui scie un grain de cumin, càd ladre, avare;
2 qui consiste à scier un grain de cumin, càd qui est le fait d’un avare.
Étymologie: κύμινον, πρίω.