λαγνεία: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαγνεία''': ἡ, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ συνευρίσκεσθαι, [[συνουσία]], Ἱππ. 241. 4., 242. 5. ΙΙ. [[ἀκολασία]], [[ἀκρασία]] περὶ τὰ ἀφροδίσια, [[κατάχρησις]] σαρκικῆς μίξεως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, Ἀνθ. Π. 10. 45. | |lstext='''λαγνεία''': ἡ, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ συνευρίσκεσθαι, [[συνουσία]], Ἱππ. 241. 4., 242. 5. ΙΙ. [[ἀκολασία]], [[ἀκρασία]] περὶ τὰ ἀφροδίσια, [[κατάχρησις]] σαρκικῆς μίξεως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, Ἀνθ. Π. 10. 45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />libertinage.<br />'''Étymologie:''' [[λαγνεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. λαγν-είη, ἡ,
A the act of coition, Hp.Nat.Puer.20, Arist. HA575a21; semen, Hp.Nat.Puer.21, cf. Gal.19.117. II salaciousness, X.Mem.1.6.8, AP10.45.8 (Pall.): pl., Ti.Locr.103a.
German (Pape)
[Seite 3] ἡ, Saamenausleerung, Beischlaf, Hippocr.; Arist. H. A. 6, 21; – Wollust, Geilheit, Tim. Locr. 103 a; λαγνείᾳ δουλεύειν, Xen. Mem. 1, 6, 8; ἀκόλαστος, Pallad. 122 (X, 45).
Greek (Liddell-Scott)
λαγνεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ συνευρίσκεσθαι, συνουσία, Ἱππ. 241. 4., 242. 5. ΙΙ. ἀκολασία, ἀκρασία περὶ τὰ ἀφροδίσια, κατάχρησις σαρκικῆς μίξεως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, Ἀνθ. Π. 10. 45.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
libertinage.
Étymologie: λαγνεύω.