ληκυθίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληκῠθίζω''': μεταφορ. ἐκ τοῦ [[λήκυθος]] Ι. 2, κοσμῶ ῥητορικῶς, θέσεις λ., [[μεγαλύνω]] τὰ κοινὰ καὶ ἁπλούστατα πράγματα, μεγαλοποιῶ, Στράβ. 609· - ἀπολ., βοῶ, φωνασκῶ, ὁμιλῶ κομπωδῶς, Α. Β. 50, [[Πολυδ]]. Δ΄, 114., Ζ΄, 182· πρβλ. [[λήκυθος]] Ι. 2.
|lstext='''ληκῠθίζω''': μεταφορ. ἐκ τοῦ [[λήκυθος]] Ι. 2, κοσμῶ ῥητορικῶς, θέσεις λ., [[μεγαλύνω]] τὰ κοινὰ καὶ ἁπλούστατα πράγματα, μεγαλοποιῶ, Στράβ. 609· - ἀπολ., βοῶ, φωνασκῶ, ὁμιλῶ κομπωδῶς, Α. Β. 50, [[Πολυδ]]. Δ΄, 114., Ζ΄, 182· πρβλ. [[λήκυθος]] Ι. 2.
}}
{{bailly
|btext=enfler son style, écrire en style ampoulé.<br />'''Étymologie:''' [[λήκυθος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκυθίζω Medium diacritics: ληκυθίζω Low diacritics: ληκυθίζω Capitals: ΛΗΚΥΘΙΖΩ
Transliteration A: lēkythízō Transliteration B: lēkythizō Transliteration C: likythizo Beta Code: lhkuqi/zw

English (LSJ)

   A declaim in a hollow voice, as though speaking into a λήκυθος, τραγῳδὸς Μοῦσα-ίζουσα Call.Fr.10.13 P., Phryn.PSp.86 B., Poll.4.114, 7.182: c.acc., θέσεις λ. declaim commonplaces, Str.13.1.54.

German (Pape)

[Seite 39] mit Salben, Schminken bestreichen, die man in der λήκυθος aufbewahrt; gew. übertr. von den Rednern u. Dichtern, Rednerprunk aufwenden, θέσεις ληκυθίζειν, Gemeinplätze rednerisch ausmalen, herausschmücken, Strab. XIII, 609, mit starker Stimme schreien, hervorgurgeln, vgl. Schol. Ar. Ach. 589; Poll. 4, 114; B. A. 50, 8 erkl. κοῖλόν τι φθέγμα ποιεῖν ὥςπερ εἰς ληκύθους προϊέμενοι.

Greek (Liddell-Scott)

ληκῠθίζω: μεταφορ. ἐκ τοῦ λήκυθος Ι. 2, κοσμῶ ῥητορικῶς, θέσεις λ., μεγαλύνω τὰ κοινὰ καὶ ἁπλούστατα πράγματα, μεγαλοποιῶ, Στράβ. 609· - ἀπολ., βοῶ, φωνασκῶ, ὁμιλῶ κομπωδῶς, Α. Β. 50, Πολυδ. Δ΄, 114., Ζ΄, 182· πρβλ. λήκυθος Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

enfler son style, écrire en style ampoulé.
Étymologie: λήκυθος.