λήθαργος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λήθαργος''': -ον, ([[λήθη]]) ὁ τῇ λήθῃ [[ταχύς]], [[ἐπιλήσμων]], Ἡσύχ. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐπιλήσμων]] τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - [[λέξις]] μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ [[ἐπιλήσμων]], Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ [[κατάστασις]], ὁ [[λήθαργος]], Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. [[λαίθαργος]].
|lstext='''λήθαργος''': -ον, ([[λήθη]]) ὁ τῇ λήθῃ [[ταχύς]], [[ἐπιλήσμων]], Ἡσύχ. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐπιλήσμων]] τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - [[λέξις]] μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ [[ἐπιλήσμων]], Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ [[κατάστασις]], ὁ [[λήθαργος]], Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. [[λαίθαργος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> léthargique;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> qui oublie, oublieux;<br /><b>2</b> lent, paresseux (animaux);<br /><b>3</b> sournois, perfide (chien).<br />'''Étymologie:''' [[λήθη]], [[ἀργός]]².
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήθαργος Medium diacritics: λήθαργος Low diacritics: λήθαργος Capitals: ΛΗΘΑΡΓΟΣ
Transliteration A: lḗthargos Transliteration B: lēthargos Transliteration C: lithargos Beta Code: lh/qargos

English (LSJ)

ον, (λήθη)

   A forgetful, c.gen., ib.5.151 (Mel.), 12.80 (Id.): abs., Men. 1029, Phld.Rh.1.6 S.:—later word for ἐπιλήσμων, acc. to Phryn. 390.    2 lethargic, ἀλήθαργος (sic) εἰς ὕπνον ἐφερόμην POxy.1381.100 (ii A.D.).    II as Subst., ὁ and ἡ, lethargy, Hp.Morb.2.65, al., Lyc.241, Ant.Lib.23.2, Gal.10.931, Paul.Aeg.3.9: in pl., Arist. Somn.Vig.457a3, Chrysipp.Stoic.3.57; coupled with μελαγχολία, ibid.    b lethargic fever, Hp.Aph.3.30. Cf.λαίθαργος.

Greek (Liddell-Scott)

λήθαργος: -ον, (λήθη) ὁ τῇ λήθῃ ταχύς, ἐπιλήσμων, Ἡσύχ. 2) μετὰ γεν., ἐπιλήσμων τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - λέξις μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ ἐπιλήσμων, Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ κατάστασις, ὁ λήθαργος, Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. λαίθαργος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. léthargique;
II. p. ext. 1 qui oublie, oublieux;
2 lent, paresseux (animaux);
3 sournois, perfide (chien).
Étymologie: λήθη, ἀργός².