λυσσόω: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λυσσόω''': [[κάμνω]] τινὰ λυσσαλέον, μαινόμενον, Ἐπικ. μετοχ. λυσσώων Ἀνθ. Π. 5. 266, Μανέθων 1. 244· ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[μανιώδης]], Ψευδο-Φωκυλ. 114. | |lstext='''λυσσόω''': [[κάμνω]] τινὰ λυσσαλέον, μαινόμενον, Ἐπικ. μετοχ. λυσσώων Ἀνθ. Π. 5. 266, Μανέθων 1. 244· ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[μανιώδης]], Ψευδο-Φωκυλ. 114. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />mettre en rage ; <i>Pass.</i> être en rage.<br />'''Étymologie:''' [[λύσσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
A enrage, madden:—Pass., to be or grow furious, Ps.-Phoc. 122.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσόω: κάμνω τινὰ λυσσαλέον, μαινόμενον, Ἐπικ. μετοχ. λυσσώων Ἀνθ. Π. 5. 266, Μανέθων 1. 244· ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι μανιώδης, Ψευδο-Φωκυλ. 114.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre en rage ; Pass. être en rage.
Étymologie: λύσσα.