μεγαλοπραγμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοπραγμοσύνη''': ἡ, ἡ πρὸς μεγαλουργίαν [[διάθεσις]], [[μεγαλοπρέπεια]], Πλουτ. Ἀλκ. 6, κτλ.· ― μεγαλοπράγμων, ον, ὁ διατεθειμένος νὰ πράξῃ μεγάλα ἔργα, ὁ σχηματίζων μεγάλα σχέδια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 36, Πλουτ. Ἀγησ. 32. | |lstext='''μεγᾰλοπραγμοσύνη''': ἡ, ἡ πρὸς μεγαλουργίαν [[διάθεσις]], [[μεγαλοπρέπεια]], Πλουτ. Ἀλκ. 6, κτλ.· ― μεγαλοπράγμων, ον, ὁ διατεθειμένος νὰ πράξῃ μεγάλα ἔργα, ὁ σχηματίζων μεγάλα σχέδια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 36, Πλουτ. Ἀγησ. 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />penchant à faire de grandes choses.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπράγμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A disposition to do great things, magnificence, Plu.Alc.6, etc.
German (Pape)
[Seite 107] ἡ, Neigung, Geschick zu großen Thaten, Plut. Alc. 38, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοπραγμοσύνη: ἡ, ἡ πρὸς μεγαλουργίαν διάθεσις, μεγαλοπρέπεια, Πλουτ. Ἀλκ. 6, κτλ.· ― μεγαλοπράγμων, ον, ὁ διατεθειμένος νὰ πράξῃ μεγάλα ἔργα, ὁ σχηματίζων μεγάλα σχέδια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 36, Πλουτ. Ἀγησ. 32.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
penchant à faire de grandes choses.
Étymologie: μεγαλοπράγμων.