μεγαλοπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοπρέπεια''': Ἰων. -είη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ ἢ [[ἰδιότης]] τοῦ μεγαλοπρεποῦς, [[λαμπρότης]], Ἡρόδ. 1. 139., 3. 125, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ.· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.
|lstext='''μεγᾰλοπρέπεια''': Ἰων. -είη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ ἢ [[ἰδιότης]] τοῦ μεγαλοπρεποῦς, [[λαμπρότης]], Ἡρόδ. 1. 139., 3. 125, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ.· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />magnificence, générosité.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπρεπής]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπρέπεια Medium diacritics: μεγαλοπρέπεια Low diacritics: μεγαλοπρέπεια Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: megaloprépeia Transliteration B: megaloprepeia Transliteration C: megaloprepeia Beta Code: megalopre/peia

English (LSJ)

Ion. μεγᾰλοπρεπ-είη, ἡ,

   A magnificence, as a quality of persons, Hdt.1.139, 3.125, Pl.R.486a, Isoc.9.2, Arist.EN1107b17, etc.    II of style, elevation, D.H.Comp.16, Th.23, Demetr.Eloc.37.    III as a title, ἡ σὴ μ. Just.Nov.41 Praef.; ἡ αὐτοῦ μ. POxy.1163.4 (v A. D.).

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, das Wesen u. Betragen des μεγαλοπρεπής, Prachtliebe, großer Aufwand in großen u. anständigen Dingen, nur lobend, καὶ ἐλευθεριότης, Plat. Rep. II, 462 c, vgl. VIII, 560 e; Isocr. 2, 19; Arist. Eth. 4, 2, nach dem es die rechte Mitte zwischen ἀπειροκαλία u. μικροπρέπεια ist.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπρέπεια: Ἰων. -είη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ ἢ ἰδιότης τοῦ μεγαλοπρεποῦς, λαμπρότης, Ἡρόδ. 1. 139., 3. 125, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ.· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
magnificence, générosité.
Étymologie: μεγαλοπρεπής.