μελάμβωλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάμβωλος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανας βώλους, μελάγγεως, [[εὔφορος]], μελάμβωλον κατ’ ἄρουραν Ὀππ. Κ. 3. 508˙ Αἰγύπτου... μελαμβώλου Ἀνθ. Π. 6, 231, 1.
|lstext='''μελάμβωλος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανας βώλους, μελάγγεως, [[εὔφορος]], μελάμβωλον κατ’ ἄρουραν Ὀππ. Κ. 3. 508˙ Αἰγύπτου... μελαμβώλου Ἀνθ. Π. 6, 231, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux mottes noires, <i>en parl. d’une bonne terre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[βῶλος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμβωλος Medium diacritics: μελάμβωλος Low diacritics: μελάμβωλος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΩΛΟΣ
Transliteration A: melámbōlos Transliteration B: melambōlos Transliteration C: melamvolos Beta Code: mela/mbwlos

English (LSJ)

ον,

   A with black soil, Αἴγυπτος AP6.231 (Phil.), cf. Opp.C.3.508.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzschollig; Αἴγυπτος, Philp. 10 (VI, 231); Opp. Cyn. 3, 511.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμβωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας βώλους, μελάγγεως, εὔφορος, μελάμβωλον κατ’ ἄρουραν Ὀππ. Κ. 3. 508˙ Αἰγύπτου... μελαμβώλου Ἀνθ. Π. 6, 231, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mottes noires, en parl. d’une bonne terre.
Étymologie: μέλας, βῶλος.