μάσθλης: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάσθλης''': -ητος, ὁ, = [[μάσθλη]], δέρμα κατειργασμένον, Ἱππ. 482. 28· Αἰολ. μάσλης, Σαπφὼ 22· ὁ ἱμὰς μάστιγος, φόνιον μάσθλητα δίγονον, ὡς τὸ διπλῆν μάραγναν, Σοφ. Ἀποσπ. 137. ΙΙ. μεταφ., [[πανοῦργος]], ὀλισθηρὸς [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 270, Νεφ. 449. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάσθλη]] καὶ [[μάσθλης]]· δέρμα καὶ [[ὑπόδημα]] φοινικοῦν. καὶ [[ἡνία]]. [[διφθέρα]]». | |lstext='''μάσθλης''': -ητος, ὁ, = [[μάσθλη]], δέρμα κατειργασμένον, Ἱππ. 482. 28· Αἰολ. μάσλης, Σαπφὼ 22· ὁ ἱμὰς μάστιγος, φόνιον μάσθλητα δίγονον, ὡς τὸ διπλῆν μάραγναν, Σοφ. Ἀποσπ. 137. ΙΙ. μεταφ., [[πανοῦργος]], ὀλισθηρὸς [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 270, Νεφ. 449. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάσθλη]] καὶ [[μάσθλης]]· δέρμα καὶ [[ὑπόδημα]] φοινικοῦν. καὶ [[ἡνία]]. [[διφθέρα]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> cuir travaillé ; lanière <i>ou</i> cordon de cuir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> souple comme une lanière, <i>càd</i> plat, rusé.<br />'''Étymologie:''' [[μάσθλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ὁ,
A = ἱμάσθλη, leather, Hp.Morb.2.59; Aeol.μάσλης, perh. leather shoe, Sapph. 19; thong of a whip, φοίνιον μάσθλητα δίγονον S.Fr.129: μάσθλη is dub., cf. ib.571, Hsch. II metaph., supple, slippery knave, Ar.Eq.269, Nu.449 (anap.), Aristid.Or.34(50).61.
German (Pape)
[Seite 98] ητος, ὁ, = μάσθλη, Soph. frg. 137 bei E. M.; Schol. zu Ar. erkl. τὸν μεμαλαγμένον λῶρον. – Uebertr., ein verschmitzter, schlauer Mensch, der sich zu schmiegen weiß, Ar. Equ. 269 Nubb. 448; nach Phryn. in B. A. p. 51, 27 ein Feigling od. Weichling.
Greek (Liddell-Scott)
μάσθλης: -ητος, ὁ, = μάσθλη, δέρμα κατειργασμένον, Ἱππ. 482. 28· Αἰολ. μάσλης, Σαπφὼ 22· ὁ ἱμὰς μάστιγος, φόνιον μάσθλητα δίγονον, ὡς τὸ διπλῆν μάραγναν, Σοφ. Ἀποσπ. 137. ΙΙ. μεταφ., πανοῦργος, ὀλισθηρὸς ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 270, Νεφ. 449. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάσθλη καὶ μάσθλης· δέρμα καὶ ὑπόδημα φοινικοῦν. καὶ ἡνία. διφθέρα».
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 cuir travaillé ; lanière ou cordon de cuir;
2 fig. souple comme une lanière, càd plat, rusé.
Étymologie: μάσθλη.