μονοστιβής: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονοστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὁ βαδίζων [[μόνος]] [[ἄνευ]] ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768. | |lstext='''μονοστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὁ βαδίζων [[μόνος]] [[ἄνευ]] ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui marche peu, solitaire.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στείβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (στείβω)
A walking alone, unattended, A.Ch. 768.
German (Pape)
[Seite 205] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
Greek (Liddell-Scott)
μονοστῐβής: -ές, (στείβω) ὁ βαδίζων μόνος ἄνευ ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui marche peu, solitaire.
Étymologie: μόνος, στείβω.