μύρτος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύρτος''': ἡ, [[μυρσίνη]], «μυρτ~ιά», Λατιν. myrtus, Σιμων. 22, Σκόλ. παρ’ Ἀθην. 695Β, κτλ. ΙΙ. [[κλάδος]] ἢ βλαστὸς μυρσίνης, Πινδ. Ι. 4 (3). 117˙ [[στέφανος]] [[μύρτων]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.
|lstext='''μύρτος''': ἡ, [[μυρσίνη]], «μυρτ~ιά», Λατιν. myrtus, Σιμων. 22, Σκόλ. παρ’ Ἀθην. 695Β, κτλ. ΙΙ. [[κλάδος]] ἢ βλαστὸς μυρσίνης, Πινδ. Ι. 4 (3). 117˙ [[στέφανος]] [[μύρτων]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> myrte, arbrisseau;<br /><b>2</b> branche de myrte;<br /><b>3</b> « le bouton », le clitoris.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μύρτον]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτος Medium diacritics: μύρτος Low diacritics: μύρτος Capitals: ΜΥΡΤΟΣ
Transliteration A: mýrtos Transliteration B: myrtos Transliteration C: myrtos Beta Code: mu/rtos

English (LSJ)

ἡ,

   A myrtle, Myrtus communis, Simon.10 (pl.), Scol.11, IG 5(2).514.14 (Lycosura, ii B. C.), etc.    II twig or spray of myrtle, Pi.I.4(3).70; στέφανος μύρτων Ar.Ra.330 (lyr.).    III = μύρτον 1, Gp.11.8.    2 = μύρτον 11, Hsch.

German (Pape)

[Seite 222] ὁ, der Myrthenbaum; λευκωθεὶς κάρα μύρτοις, mit Marthen umkränzt, Pind. I. 3, 88; ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω heißt es in einem bekannten Skolion, worauf Ar. Lys. 632 anspielt.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτος: ἡ, μυρσίνη, «μυρτ~ιά», Λατιν. myrtus, Σιμων. 22, Σκόλ. παρ’ Ἀθην. 695Β, κτλ. ΙΙ. κλάδος ἢ βλαστὸς μυρσίνης, Πινδ. Ι. 4 (3). 117˙ στέφανος μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 myrte, arbrisseau;
2 branche de myrte;
3 « le bouton », le clitoris.
Étymologie: cf. μύρτον.