νοσερός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσερός''': -ά, -όν, = [[νοσηρός]], Ἱππ. Ἀφορ. 1261· ν. [[κῶλον]] Εὐρ. Ὀρ. 1016· ν. [[κοίτη]], [[κλίνη]] ἀσθενείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 131, πρβλ. 180· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιατοῦ, [[διατί]]… ὁ χειμὼν νοσερὸς γίνεται; Ἀριστ. Προβλ. 1. 20, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 4.
|lstext='''νοσερός''': -ά, -όν, = [[νοσηρός]], Ἱππ. Ἀφορ. 1261· ν. [[κῶλον]] Εὐρ. Ὀρ. 1016· ν. [[κοίτη]], [[κλίνη]] ἀσθενείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 131, πρβλ. 180· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιατοῦ, [[διατί]]… ὁ χειμὼν νοσερὸς γίνεται; Ἀριστ. Προβλ. 1. 20, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 4.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />malsain.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσερός Medium diacritics: νοσερός Low diacritics: νοσερός Capitals: ΝΟΣΕΡΟΣ
Transliteration A: noserós Transliteration B: noseros Transliteration C: noseros Beta Code: nosero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = νοσηρός, of symptoms, Hp.Aph.7.67; ν. κῶλον E.Or.1016 (anap.); ν. κοίτα a bed of sickness, Id.Hipp.131 (lyr.), cf. 179 (anap.); ν. χειμών Arist.Pr.861b22; νοσερά, opp. ὑγιεινά, Polystr.p.3 W., cf. Alex.Aphr. in Top. 71.2; unhealthy, of persons, Ph.1.198 (Sup.). Adv. -ρῶς, ἔχειν Arist.Pol.1320b36.

Greek (Liddell-Scott)

νοσερός: -ά, -όν, = νοσηρός, Ἱππ. Ἀφορ. 1261· ν. κῶλον Εὐρ. Ὀρ. 1016· ν. κοίτη, κλίνη ἀσθενείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 131, πρβλ. 180· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιατοῦ, διατί… ὁ χειμὼν νοσερὸς γίνεται; Ἀριστ. Προβλ. 1. 20, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
malsain.
Étymologie: νόσος.