προξυράω: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προξῠράω''': [[ξυρίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι ([[ἔνθα]] νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― [[ὡσαύτως]] προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''προξῠράω''': [[ξυρίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι ([[ἔνθα]] νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― [[ὡσαύτως]] προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> προεξυρημένος;<br />raser d’avance <i>ou</i> auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ξυράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
A shave beforehand, Heraclid.Tar. ap. Gal.12.402, Crito ib.484, Alex.Trall.1.1.
German (Pape)
[Seite 737] vorher scheeren, προεξυρημένοι τὰς καρδίας, Luc. Alex. 15, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
προξῠράω: ξυρίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι (ἔνθα νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― ὡσαύτως προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. Pass. προεξυρημένος;
raser d’avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, ξυράω.