προβέβουλα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προβέβουλα''': μεμονωμένος τις ποιητ. πρκμ. β΄· ([[προβούλομαι]] δὲν ἀπαντᾷ), προτιμῶ τινα ἑτέρου, τινά τινος Ἰλ. Α. 113, πρβλ. Ἴωνα 10, Ἀνθ. Π. 9. 445, Κόλουθ. 199, κτλ. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Buttm. Ausf. Gr. § 113 Anm. 5.
|lstext='''προβέβουλα''': μεμονωμένος τις ποιητ. πρκμ. β΄· ([[προβούλομαι]] δὲν ἀπαντᾷ), προτιμῶ τινα ἑτέρου, τινά τινος Ἰλ. Α. 113, πρβλ. Ἴωνα 10, Ἀνθ. Π. 9. 445, Κόλουθ. 199, κτλ. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Buttm. Ausf. Gr. § 113 Anm. 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. de l’inus.</i> *προβούλομαι;<br />préférer : τινά τινος une personne à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βούλομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβέβουλα Medium diacritics: προβέβουλα Low diacritics: προβέβουλα Capitals: ΠΡΟΒΕΒΟΥΛΑ
Transliteration A: probéboula Transliteration B: probeboula Transliteration C: provevoula Beta Code: probe/boula

English (LSJ)

isolated poet. pf.2 (προβούλομαι does not occur),

   A prefer one to another, τινά τινος Il.1.113, Q.S.13.347; θάνατον δουλοσύνας Ion Lyr.16: c. inf., AP9.445 (Jul.Aegypt.): abs., make plans, Coluth.199.

German (Pape)

[Seite 711] einzeln stehendes poet. perf. von προβούλομαι, welches im praes. aber nicht vorkommt, lieber wollen, vorziehen, τινά τινος, Einen einem Andern, Il. 1, 113 u. sp. D., wie Iul. Aeg. 39 (IX, 445) die es auch mit dem simplex gleichbedeutend brauchen, Nonn. D. 10, 113; Coluth. 199.

Greek (Liddell-Scott)

προβέβουλα: μεμονωμένος τις ποιητ. πρκμ. β΄· (προβούλομαι δὲν ἀπαντᾷ), προτιμῶ τινα ἑτέρου, τινά τινος Ἰλ. Α. 113, πρβλ. Ἴωνα 10, Ἀνθ. Π. 9. 445, Κόλουθ. 199, κτλ. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Buttm. Ausf. Gr. § 113 Anm. 5.

French (Bailly abrégé)

pf. de l’inus. *προβούλομαι;
préférer : τινά τινος une personne à une autre.
Étymologie: πρό, βούλομαι.