ῥυπόω: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῠπόω''': ποιῶ ῥυπαρόν, [[ῥυπαίνω]], λερώνω (πρβλ. [[ῥυπάω]]).- Παθ., εἶμαι [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], Ἐπικ. μετοχ. παθ. πρκμ. ῥερῠπωμένος, [[ὅλος]] [[ἀκάθαρτος]], ἵνα κλυτὰ εἵματ’ ἄγωμαι ἐς ποταμὸν πλυνέουσα τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται Ὀδ. Ζ. 59, Ἱππ. 616, 36., 859Β (ἀνθ’ οὗ τινες τῶν γραμματικῶν γράφουσι [[μετὰ]] ψιλῆς ἐπὶ τοῦ ρ: ῤερυπωμένος)· ἐρρυπωμένος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 425. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 161. | |lstext='''ῥῠπόω''': ποιῶ ῥυπαρόν, [[ῥυπαίνω]], λερώνω (πρβλ. [[ῥυπάω]]).- Παθ., εἶμαι [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], Ἐπικ. μετοχ. παθ. πρκμ. ῥερῠπωμένος, [[ὅλος]] [[ἀκάθαρτος]], ἵνα κλυτὰ εἵματ’ ἄγωμαι ἐς ποταμὸν πλυνέουσα τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται Ὀδ. Ζ. 59, Ἱππ. 616, 36., 859Β (ἀνθ’ οὗ τινες τῶν γραμματικῶν γράφουσι [[μετὰ]] ψιλῆς ἐπὶ τοῦ ρ: ῤερυπωμένος)· ἐρρυπωμένος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 425. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 161. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>seul. part. pf. Pass.</i> [[ῥερυπωμένος]];<br />salir, souiller.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]].<br /><span class="bld">2</span><i>épq. c.</i> [[ῥυπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
A make foul and filthy, befoul (cf. ῥυπάω):— Pass., to be foul and filthy, Ep.pf. part. Pass., εἵματα . . τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται Od.6.59, cf. Hp.Mochl.33, Mul.1.66; ἐρρυπωμένος Sch. Ar.Ach.425; ῥυπωθῆναι Ph.Fr.9 H.:—Act., dub. l. in Thphr.Char. 15.6.
German (Pape)
[Seite 852] schmutzig machen, beschmutzen, besudeln, beflecken, verunreinigen, pass. schmutzig, unsauber werden, sein; ep. part. perf. pass. ῥερυπωμένος, beschmutzt, Od. 6, 59, wo einige Gramm. mit dem spiritus lenis ῤερυπ. schreiben wollten; Sp., auch im pass. – Vgl. ῥυπάω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπόω: ποιῶ ῥυπαρόν, ῥυπαίνω, λερώνω (πρβλ. ῥυπάω).- Παθ., εἶμαι ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Ἐπικ. μετοχ. παθ. πρκμ. ῥερῠπωμένος, ὅλος ἀκάθαρτος, ἵνα κλυτὰ εἵματ’ ἄγωμαι ἐς ποταμὸν πλυνέουσα τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται Ὀδ. Ζ. 59, Ἱππ. 616, 36., 859Β (ἀνθ’ οὗ τινες τῶν γραμματικῶν γράφουσι μετὰ ψιλῆς ἐπὶ τοῦ ρ: ῤερυπωμένος)· ἐρρυπωμένος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 425. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 161.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
seul. part. pf. Pass. ῥερυπωμένος;
salir, souiller.
Étymologie: ῥύπος.
2épq. c. ῥυπάω.