ὀρειφοίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρειφοίτης''': -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, [[ὀρειβάτης]], Φανοκλ. 3· - [[οὕτως]], ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - [[Κατὰ]] τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ [[ὄρος]] «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ [[ἰῶτα]]: [[ὄρος]], [[ὀροφοίτης]], ὀρεφοίτης, καὶ [[ὀρειφοίτης]]».
|lstext='''ὀρειφοίτης''': -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, [[ὀρειβάτης]], Φανοκλ. 3· - [[οὕτως]], ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - [[Κατὰ]] τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ [[ὄρος]] «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ [[ἰῶτα]]: [[ὄρος]], [[ὀροφοίτης]], ὀρεφοίτης, καὶ [[ὀρειφοίτης]]».
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui parcourt les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[φοιτάω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειφοίτης Medium diacritics: ὀρειφοίτης Low diacritics: ορειφοίτης Capitals: ΟΡΕΙΦΟΙΤΗΣ
Transliteration A: oreiphoítēs Transliteration B: oreiphoitēs Transliteration C: oreifoitis Beta Code: o)reifoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mountain-roaming, Phanocl.3 :—so ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία, Babr.91.2,95.25 ; ὀρείφοιτοι Βάκχαι Corn.ND30.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, = Folgdm, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειφοίτης: -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, ὀρειβάτης, Φανοκλ. 3· - οὕτως, ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ ὄρος «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ ἰῶτα: ὄρος, ὀροφοίτης, ὀρεφοίτης, καὶ ὀρειφοίτης».

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui parcourt les montagnes.
Étymologie: ὄρος, φοιτάω.