ὄρρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρρος''': (Β), ὁ, τὸ [[ἄκρον]] τοῦ ἱεροῦ ὀστοῦ (πρβλ. [[ὀρροπύγιον]]), Γαλην. Λεξ. Ἱππ., Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Πλ. 122, Μοῖρις 284· ἀλλ’ ὁ Ἀμμώνιος ταυτίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[ταῦρος]] ΙΙΙ, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 173. 2) [[καθόλου]] [[πυγή]], [[γλουτός]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 222, Εἰρ. 1239, Λυσ. 964, κτλ. Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο πιθ. ὄρσος, πρβλ. Ἀγγλο-Σαξον. œrs, κτλ.· Ἀρχ. Γερμ. ars, κτλ.· [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[οὐρά]], ἀλλ’ οὐχὶ τῷ [[ὀρρωδέω]].)
|lstext='''ὄρρος''': (Β), ὁ, τὸ [[ἄκρον]] τοῦ ἱεροῦ ὀστοῦ (πρβλ. [[ὀρροπύγιον]]), Γαλην. Λεξ. Ἱππ., Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Πλ. 122, Μοῖρις 284· ἀλλ’ ὁ Ἀμμώνιος ταυτίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[ταῦρος]] ΙΙΙ, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 173. 2) [[καθόλου]] [[πυγή]], [[γλουτός]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 222, Εἰρ. 1239, Λυσ. 964, κτλ. Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο πιθ. ὄρσος, πρβλ. Ἀγγλο-Σαξον. œrs, κτλ.· Ἀρχ. Γερμ. ars, κτλ.· [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[οὐρά]], ἀλλ’ οὐχὶ τῷ [[ὀρρωδέω]].)
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />extrémité de la colonne vertébrale, sacrum ; <i>en parl. d’animaux</i> croupion.<br />'''Étymologie:''' cf. [[οὐρά]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρρος Medium diacritics: ὄρρος Low diacritics: όρρος Capitals: ΟΡΡΟΣ
Transliteration A: órros Transliteration B: orros Transliteration C: orros Beta Code: o)/rros

English (LSJ)

ὁ,

   A end of the os sacrum (cf. ὀρροπύγιον), Gal.19.127, Sch.Ar. Pl.122, Moer.p.284 P., Ath.13.565f; but Ammon. (Diff.p.27) identifies it with ταῦρος 111, cf. Poll.2.173 ; = τράμις, Ruf.Onom.101.    2 generally, rump, Ar.Ra.222, Pax1239, Lys.964, etc. (The orig. form was prob. ὄρσος (contained in Ion. ὀρσοπύγιον, v. ὀρροπ-, and perh. in ὀρσοθύρη), cf. OE. ears, OHG. ars, etc.: akin also to οὐρά.)

Greek (Liddell-Scott)

ὄρρος: (Β), ὁ, τὸ ἄκρον τοῦ ἱεροῦ ὀστοῦ (πρβλ. ὀρροπύγιον), Γαλην. Λεξ. Ἱππ., Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Πλ. 122, Μοῖρις 284· ἀλλ’ ὁ Ἀμμώνιος ταυτίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ταῦρος ΙΙΙ, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 173. 2) καθόλου πυγή, γλουτός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 222, Εἰρ. 1239, Λυσ. 964, κτλ. Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο πιθ. ὄρσος, πρβλ. Ἀγγλο-Σαξον. œrs, κτλ.· Ἀρχ. Γερμ. ars, κτλ.· ὡσαύτως συγγενὲς τῷ οὐρά, ἀλλ’ οὐχὶ τῷ ὀρρωδέω.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
extrémité de la colonne vertébrale, sacrum ; en parl. d’animaux croupion.
Étymologie: cf. οὐρά.