ὀμίχλη: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμίχλη''': ἡ, Ἰων. [[ὀμίχλη]], Δωρ. ὀμίχλα, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἡρῳδιαν. 445 Piers.· (ἴδε [[ὀμιχέω]])· - ὡς καὶ νῦν, ὁμίχλη, κοινῶς «καταχνιά», οὐχὶ τόσον πυκνὴ ὅσον τὸ [[νέφος]] ἢ [[νεφέλη]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 4, πρβλ. π. Κοσμ. 4, 4, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· εὖτ’ ὄρεος κορυφῇσι [[νότος]] κατέχευεν ὀμίχλην Γ. 10 [[οὕτως]] ἡ [[Θέτις]] ἀνέρχεται ἐκ τῆς θαλάσσης, ἠΰτ’ [[ὀμίχλη]] Α. 359, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 330· κονίης ... ὀμίχλην [[αὐτόθι]] Ν. 336 [[ὀμίχλη]] ἐγένετο Ξεν. Ἀν. 4. 2, 7, κτλ.· - μεταφορ., ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε [[πλήρης]] δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144 (λυρ.). 2) [[σκότος]], [[ζόφος]] [[ὅμοιος]] μὲ [[νέφος]], [[ἀχλύς]], κατὰ νυκτὸς ὀμ. Ἀνθ. Π. 5. 229, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 519, κτλ. 3) ἀχνὸς τοῦ μαγειρείου, τοιάδε δόμους [[ὀμίχλη]] κατέχει πάντων ἀγαθῶν [[ἀνάμεστος]] Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 64. | |lstext='''ὀμίχλη''': ἡ, Ἰων. [[ὀμίχλη]], Δωρ. ὀμίχλα, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἡρῳδιαν. 445 Piers.· (ἴδε [[ὀμιχέω]])· - ὡς καὶ νῦν, ὁμίχλη, κοινῶς «καταχνιά», οὐχὶ τόσον πυκνὴ ὅσον τὸ [[νέφος]] ἢ [[νεφέλη]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 4, πρβλ. π. Κοσμ. 4, 4, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· εὖτ’ ὄρεος κορυφῇσι [[νότος]] κατέχευεν ὀμίχλην Γ. 10 [[οὕτως]] ἡ [[Θέτις]] ἀνέρχεται ἐκ τῆς θαλάσσης, ἠΰτ’ [[ὀμίχλη]] Α. 359, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 330· κονίης ... ὀμίχλην [[αὐτόθι]] Ν. 336 [[ὀμίχλη]] ἐγένετο Ξεν. Ἀν. 4. 2, 7, κτλ.· - μεταφορ., ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε [[πλήρης]] δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144 (λυρ.). 2) [[σκότος]], [[ζόφος]] [[ὅμοιος]] μὲ [[νέφος]], [[ἀχλύς]], κατὰ νυκτὸς ὀμ. Ἀνθ. Π. 5. 229, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 519, κτλ. 3) ἀχνὸς τοῦ μαγειρείου, τοιάδε δόμους [[ὀμίχλη]] κατέχει πάντων ἀγαθῶν [[ἀνάμεστος]] Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>ion. et épq. c.</i> [[ὁμίχλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
(
A ὁμ- Eust.117.33 and v. infr. ; a form ὄμιχλ-λα is condemned by Hdn. Philet.p.445 P.), ἡ, mist, fog (not so thick as νέφος or νεφέλη, Arist. Mete.346b33, cf. Mu.394a19), Hom. only in Il. ; εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην 3.10 ; so Thetis rises from the sea, ἠΰτ' ὀμίχλη 1.359 ; ὁ. καὶ δρόσος Ar.Nu.330 ; κονίης ὀμίχλην Il.13.336 ; ὀμίχλη ἐγένετο X.An.4.2.7, etc. : metaph., ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων A.Pr.145(lyr.). 2 cloud-like darkness, gloom, κατὰ νυκτὸς ὀ. AP5.228 (Maced.), cf. Orph.A.521, etc. 3 the steam of cookery, Mnesim.4.64. (Cf. Lith. miglà 'mist.)
Greek (Liddell-Scott)
ὀμίχλη: ἡ, Ἰων. ὀμίχλη, Δωρ. ὀμίχλα, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἡρῳδιαν. 445 Piers.· (ἴδε ὀμιχέω)· - ὡς καὶ νῦν, ὁμίχλη, κοινῶς «καταχνιά», οὐχὶ τόσον πυκνὴ ὅσον τὸ νέφος ἢ νεφέλη, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 4, πρβλ. π. Κοσμ. 4, 4, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· εὖτ’ ὄρεος κορυφῇσι νότος κατέχευεν ὀμίχλην Γ. 10 οὕτως ἡ Θέτις ἀνέρχεται ἐκ τῆς θαλάσσης, ἠΰτ’ ὀμίχλη Α. 359, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 330· κονίης ... ὀμίχλην αὐτόθι Ν. 336 ὀμίχλη ἐγένετο Ξεν. Ἀν. 4. 2, 7, κτλ.· - μεταφορ., ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144 (λυρ.). 2) σκότος, ζόφος ὅμοιος μὲ νέφος, ἀχλύς, κατὰ νυκτὸς ὀμ. Ἀνθ. Π. 5. 229, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 519, κτλ. 3) ἀχνὸς τοῦ μαγειρείου, τοιάδε δόμους ὀμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 64.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. et épq. c. ὁμίχλη.