ὁμόθρονος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόθρονος''': -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― [[μετὰ]] δοτ., ἔστι θεὸς ὁ [[λόγος]] ἰσοκλεὴς καὶ [[ὁμόθρονος]] τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C. | |lstext='''ὁμόθρονος''': -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― [[μετὰ]] δοτ., ἔστι θεὸς ὁ [[λόγος]] ἰσοκλεὴς καὶ [[ὁμόθρονος]] τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui partage un trône.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[θάμνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sharing the same throne, Ἥρα Pi.N.11.2.
German (Pape)
[Seite 334] mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθρονος: -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― μετὰ δοτ., ἔστι θεὸς ὁ λόγος ἰσοκλεὴς καὶ ὁμόθρονος τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.