παραδόσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδόσῐμος''': -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, [[κληρονομικός]], [[δόξα]], [[φήμη]] Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. [[στήλη]], ἀναμνηστικὴ στ., [[μνημεῖον]], ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε [[παραδίδωμι]] Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8.
|lstext='''παραδόσῐμος''': -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, [[κληρονομικός]], [[δόξα]], [[φήμη]] Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. [[στήλη]], ἀναμνηστικὴ στ., [[μνημεῖον]], ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε [[παραδίδωμι]] Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;<br /><b>2</b> qui transmet un souvenir, commémoratif.<br />'''Étymologie:''' [[παραδίδωμι]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδόσῐμος Medium diacritics: παραδόσιμος Low diacritics: παραδόσιμος Capitals: ΠΑΡΑΔΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: paradósimos Transliteration B: paradosimos Transliteration C: paradosimos Beta Code: parado/simos

English (LSJ)

ον,

   A handed down, transmitted, hereditary, δόξα, φήμη, Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; π. στήλη commemorative tablet, Id.12.10.9; π. ἔχειν τι handed down by tradition, D.S.4.56; παραδόσιμα, τά, temple-property handed down, IG7.303.8 (Orop.).

German (Pape)

[Seite 477] was überliefert werden kann, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, Pol. 6, 54, 2; überliefert, παραδόσιμον ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν θεῶν παρουσίαν, D. Sic. 4, 56, vgl. 5, 77; – der ausgeliefert wird, 16, 92; – στήλη, überliefernd, Denksäule, Pol. 12, 11, 9.

Greek (Liddell-Scott)

παραδόσῐμος: -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, κληρονομικός, δόξα, φήμη Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. στήλη, ἀναμνηστικὴ στ., μνημεῖον, ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε παραδίδωμι Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;
2 qui transmet un souvenir, commémoratif.
Étymologie: παραδίδωμι.