παραβλώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραβλώσκω''': ποιητικ. πρκμ. παρμέμβλωκα, [[συνοδεύω]] τινά, [[βαδίζω]] πλησίον [[αὐτοῦ]], [[μάλιστα]] [[ὅπως]] ὑπερασπίσω αὐτόν, παραστατῶ, τῷ δ’ [[αὖτε]] φιλομμειδὴς [[Ἀφροδίτη]] αἰεὶ [[παρμέμβλωκε]] Ἰλ. Δ. 11· ἡ γάρ οἱ αἰεὶ [[μήτηρ]] παρμέμβλωκεν Ω. 73.
|lstext='''παραβλώσκω''': ποιητικ. πρκμ. παρμέμβλωκα, [[συνοδεύω]] τινά, [[βαδίζω]] πλησίον [[αὐτοῦ]], [[μάλιστα]] [[ὅπως]] ὑπερασπίσω αὐτόν, παραστατῶ, τῷ δ’ [[αὖτε]] φιλομμειδὴς [[Ἀφροδίτη]] αἰεὶ [[παρμέμβλωκε]] Ἰλ. Δ. 11· ἡ γάρ οἱ αἰεὶ [[μήτηρ]] παρμέμβλωκεν Ω. 73.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. pf. poét. 3ᵉ sg.</i> παρμέμβλωκε <i>ou</i> [[παρμέμβλωκεν]];<br />venir au secours de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βλώσκω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβλώσκω Medium diacritics: παραβλώσκω Low diacritics: παραβλώσκω Capitals: ΠΑΡΑΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: parablṓskō Transliteration B: parablōskō Transliteration C: paravlosko Beta Code: parablw/skw

English (LSJ)

poet. pf. παρμέμβλωκα,

   A go beside, esp. for the purpose of protecting, τῷ δ' αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Il.4.11; ἦ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν 24.73.

German (Pape)

[Seite 472] (s. βλώσκω), neben Einem gehen, bes. um ihn zu schützen, Hom. nur παρμέμβλωκε, Il. 4, 11. 24, 73.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλώσκω: ποιητικ. πρκμ. παρμέμβλωκα, συνοδεύω τινά, βαδίζω πλησίον αὐτοῦ, μάλιστα ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, παραστατῶ, τῷ δ’ αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Ἰλ. Δ. 11· ἡ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν Ω. 73.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. poét. 3ᵉ sg. παρμέμβλωκε ou παρμέμβλωκεν;
venir au secours de, τινι.
Étymologie: παρά, βλώσκω.