παράγραμμα: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράγραμμα''': τό, τὸ προσπαραγραφόμενον, κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ’ ἂν τοῦτο τὸ [[παράγραμμα]] ἢ [[ἄλλο]] τι πλὴν ὁ πατὴρ καὶ ὁ [[δῆμος]]; Δημ. 997. 10, πρβλ. Αἰν. Τακτ. 31· τῷ Ἀλεξάνδρῳ [[παράγραμμα]] ἦν ἡ πατρὶς Ἀριστείδ. τ. 1, σ. 141, ἔκδ. G. Dind. | |lstext='''παράγραμμα''': τό, τὸ προσπαραγραφόμενον, κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ’ ἂν τοῦτο τὸ [[παράγραμμα]] ἢ [[ἄλλο]] τι πλὴν ὁ πατὴρ καὶ ὁ [[δῆμος]]; Δημ. 997. 10, πρβλ. Αἰν. Τακτ. 31· τῷ Ἀλεξάνδρῳ [[παράγραμμα]] ἦν ἡ πατρὶς Ἀριστείδ. τ. 1, σ. 141, ἔκδ. G. Dind. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d’une lettre par une autre (~ contrepet).<br />'''Étymologie:''' [[παραγράφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which one writes beside: additional clause, προσπαραγράφειν π. D.39.9. II in cipher, substitute for a letter, Aen.Tact.31.18.
German (Pape)
[Seite 474] τό, das, was man daneben schreibt oder hinzusetzt, Zusatz, Dem. 39, 9 u. Sp. – Das Umschreiben, Verändern einer Schrift, Verfälschen. – Das Schreiben eines Buchstaben statt eines andern, zum Scherz, Paragramm, v. l. bei Arist. rhet. 3, 11, wo die richtige Lesart τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα ist.
Greek (Liddell-Scott)
παράγραμμα: τό, τὸ προσπαραγραφόμενον, κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ’ ἂν τοῦτο τὸ παράγραμμα ἢ ἄλλο τι πλὴν ὁ πατὴρ καὶ ὁ δῆμος; Δημ. 997. 10, πρβλ. Αἰν. Τακτ. 31· τῷ Ἀλεξάνδρῳ παράγραμμα ἦν ἡ πατρὶς Ἀριστείδ. τ. 1, σ. 141, ἔκδ. G. Dind.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d’une lettre par une autre (~ contrepet).
Étymologie: παραγράφω.