περιπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπληθής''': -ές, ὁ [[παντάπασι]] [[πλήρης]] ἀνθρώπων, [[νῆσος]] Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, [[πλήρης]] ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) [[λίαν]] [[μέγας]], [[ὑπερμεγέθης]], Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. [[πλήρης]] πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.
|lstext='''περιπληθής''': -ές, ὁ [[παντάπασι]] [[πλήρης]] ἀνθρώπων, [[νῆσος]] Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, [[πλήρης]] ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) [[λίαν]] [[μέγας]], [[ὑπερμεγέθης]], Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. [[πλήρης]] πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> très plein, rempli de ; <i>abs.</i> plein de matière, substantiel (discours);<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> populeux;<br /><b>2</b> grand, gros.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πλῆθος]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπληθής Medium diacritics: περιπληθής Low diacritics: περιπληθής Capitals: ΠΕΡΙΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: periplēthḗs Transliteration B: periplēthēs Transliteration C: periplithis Beta Code: periplhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A very full of people, νῆσος Od.15.405 ; of a speech, full of matter, Plu.Cat.Mi.5.    2 very full or large, σάρξ Id.Mar.34, cf. Luc.Anach.25: Comp. -έστερος Id.VH2.40.    II very full of a thing, c. gen., καρπῶν Ph.2.494 (Sup.); σπέρματος Dsc.3.23 : c. dat., Opp.H.1.796, al.

German (Pape)

[Seite 588] ές, sehr voll, bes. sehr menschenreich, νῆσος Od. 15, 405, u. Sp., wie Luc. gymn. 25, sehr weit.

Greek (Liddell-Scott)

περιπληθής: -ές, ὁ παντάπασι πλήρης ἀνθρώπων, νῆσος Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, πλήρης ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) λίαν μέγας, ὑπερμεγέθης, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. très plein, rempli de ; abs. plein de matière, substantiel (discours);
II. p. suite
1 populeux;
2 grand, gros.
Étymologie: περί, πλῆθος.