περιοδικός: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιοδικός''': -ή, -όν, ὁ διὰ περιοδειῶν κτηθείς, [[ἱστορία]] Πτολεμ. 1. 2, 2. ΙΙ. ὁ ἐπανερχόμενος καθ’ ὡρισμένα χρονικὰ διαστήματα, [[ἀριθμὸς]] σελήνης π. Πλούτ. 2. 1018D· περιοδικὴ [[λῆψις]] πυρετοῦ Τιμαί. Λεξ.· «περιοδικὰ νοσήματα καλοῦσιν οἱ ἰατροὶ τὰ [[τεταγμένως]] ἀνιέμενα καὶ [[αὖθις]] ἐπιγινόμενα· [[οἷον]] τριταίους καὶ τεταρταίους· καὶ γὰρ ἐπὶ τούτων οἱ κάμνοντες δοκοῦσιν ἐν ταῖς τῶν ἀνέσεων ἡμέραις μηδὲν νοσεῖν, ἀλλ’ ὑγιεῖς [[εἶναι]]» Ἁρποκρ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. [[περίοδος]]· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 893Β. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, «[[σχῆμα]] περιοδικόν, ὃ συνίσταται ἐκ προτάσεως καὶ ἀποδόσεως» Ρήτορες (Walz) 8. 620. IV. «περιοδικὸν δὲ ([[μέτρον]]) ἐστὶν [[ὅπερ]] ἐστὶ [[δάκτυλος]] καὶ [[σπονδεῖος]], καὶ [[πάλιν]] [[δάκτυλος]] καὶ [[σπονδεῖος]] [[ἐφεξῆς]] [[μέχρι]] τέλους, [[οἷον]] ῾οὐλομένην ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε ‘ἔθηκεν’» Δράκων σ. 139.
|lstext='''περιοδικός''': -ή, -όν, ὁ διὰ περιοδειῶν κτηθείς, [[ἱστορία]] Πτολεμ. 1. 2, 2. ΙΙ. ὁ ἐπανερχόμενος καθ’ ὡρισμένα χρονικὰ διαστήματα, [[ἀριθμὸς]] σελήνης π. Πλούτ. 2. 1018D· περιοδικὴ [[λῆψις]] πυρετοῦ Τιμαί. Λεξ.· «περιοδικὰ νοσήματα καλοῦσιν οἱ ἰατροὶ τὰ [[τεταγμένως]] ἀνιέμενα καὶ [[αὖθις]] ἐπιγινόμενα· [[οἷον]] τριταίους καὶ τεταρταίους· καὶ γὰρ ἐπὶ τούτων οἱ κάμνοντες δοκοῦσιν ἐν ταῖς τῶν ἀνέσεων ἡμέραις μηδὲν νοσεῖν, ἀλλ’ ὑγιεῖς [[εἶναι]]» Ἁρποκρ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. [[περίοδος]]· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 893Β. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, «[[σχῆμα]] περιοδικόν, ὃ συνίσταται ἐκ προτάσεως καὶ ἀποδόσεως» Ρήτορες (Walz) 8. 620. IV. «περιοδικὸν δὲ ([[μέτρον]]) ἐστὶν [[ὅπερ]] ἐστὶ [[δάκτυλος]] καὶ [[σπονδεῖος]], καὶ [[πάλιν]] [[δάκτυλος]] καὶ [[σπονδεῖος]] [[ἐφεξῆς]] [[μέχρι]] τέλους, [[οἷον]] ῾οὐλομένην ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε ‘ἔθηκεν’» Δράκων σ. 139.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />périodique, qui revient à époques fixes <i>ou</i> avec des alternances régulières.<br />'''Étymologie:''' [[περίοδος]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοδικός Medium diacritics: περιοδικός Low diacritics: περιοδικός Capitals: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: periodikós Transliteration B: periodikos Transliteration C: periodikos Beta Code: periodiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A acquired in one's travels, ἱστορία Ptol.Geog.1.2.2.    II periodical, ἀριθμὸς π. σελήνης Plu.2.1018d; ὧραι Vett.Val.243.13; recurrent, intermittent, νόσοι Chrysipp.Stoic.3.116 ; ῥίγη, πυρετοί, Dsc.1.51, 3.81 ; περιστάσεις Ptol.Tetr.54 (Comp.); πυρετοῦ λῆψις Tim.Lex. s.v. καταβολή, cf. Harp., Suid., etc. Adv. -κῶς Chrysipp.Stoic.3.117, Herod.Med. ap. Orib.10.37.18, Procl. Inst.199, Aët.12.21.    III Rhet., periodic, κῶλα, συμμετρία, Demetr. Eloc.13,16 ; σχῆμα Anon.Fig.p.112S. Adv. -κῶς, συγκεῖσθαι Demetr. Eloc.33; λέγειν, ἑρμηνεύειν, Hermog.Inv.4.3,8.    IV π. μέτρον, i.e. a hexameter in which dactyls and spondees alternate, Ps.-Plu. Metr.2.

German (Pape)

[Seite 584] ή, όν, zu bestimmter Zeit oder an bestimmten Stellen wiederkehrend, periodisch, Plut. de an. procr. e Tim. 14 u. a. Sp. – Bei den Rhett. = in Perioden gesprochen, geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδικός: -ή, -όν, ὁ διὰ περιοδειῶν κτηθείς, ἱστορία Πτολεμ. 1. 2, 2. ΙΙ. ὁ ἐπανερχόμενος καθ’ ὡρισμένα χρονικὰ διαστήματα, ἀριθμὸς σελήνης π. Πλούτ. 2. 1018D· περιοδικὴ λῆψις πυρετοῦ Τιμαί. Λεξ.· «περιοδικὰ νοσήματα καλοῦσιν οἱ ἰατροὶ τὰ τεταγμένως ἀνιέμενα καὶ αὖθις ἐπιγινόμενα· οἷον τριταίους καὶ τεταρταίους· καὶ γὰρ ἐπὶ τούτων οἱ κάμνοντες δοκοῦσιν ἐν ταῖς τῶν ἀνέσεων ἡμέραις μηδὲν νοσεῖν, ἀλλ’ ὑγιεῖς εἶναι» Ἁρποκρ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. περίοδος· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 893Β. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, «σχῆμα περιοδικόν, ὃ συνίσταται ἐκ προτάσεως καὶ ἀποδόσεως» Ρήτορες (Walz) 8. 620. IV. «περιοδικὸν δὲ (μέτρον) ἐστὶν ὅπερ ἐστὶ δάκτυλος καὶ σπονδεῖος, καὶ πάλιν δάκτυλος καὶ σπονδεῖος ἐφεξῆς μέχρι τέλους, οἷον ῾οὐλομένην ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε ‘ἔθηκεν’» Δράκων σ. 139.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
périodique, qui revient à époques fixes ou avec des alternances régulières.
Étymologie: περίοδος.