παραγηράω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραγηράω''': μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ [[γηράσκω]], καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ [[γήρως]], Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, [[Πολυδ]]. Β΄, 16.
|lstext='''παραγηράω''': μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ [[γηράσκω]], καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ [[γήρως]], Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, [[Πολυδ]]. Β΄, 16.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />déraisonner comme un vieillard en enfance, radoter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[γηράω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγηράω Medium diacritics: παραγηράω Low diacritics: παραγηράω Capitals: ΠΑΡΑΓΗΡΑΩ
Transliteration A: paragēráō Transliteration B: paragēraō Transliteration C: paragirao Beta Code: paraghra/w

English (LSJ)

   A to be the worse for old age, be superannuated, ὁ δῆμος ὥσπερ παραγεγηρακώς Aeschin.3.251, cf. D.S.9.4, J.BJ1.30.3, Poll.2.16.

German (Pape)

[Seite 474] (s. γηράω), veralten, altersschwach werden, ὥςπερ παραγεγηρακὼς ἢ παρανοίας ἑαλωκώς, Aesch. 3, 251; vgl. Poll. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

παραγηράω: μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ γηράσκω, καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ γήρως, Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, Πολυδ. Β΄, 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déraisonner comme un vieillard en enfance, radoter.
Étymologie: παρά, γηράω.