παριππεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παριππεύω''': [[ἱππεύω]] [[ὑπεράνω]], [[διέρχομαι]] [[ἔφιππος]], πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· [[ἱππεύω]] παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) [[ἱππεύω]] [[μέχρι]] τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., [[διέρχομαι]] τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], Βυζ. 4) [[παρέρχομαι]], [[παραλείπω]], παραμελῶ, Κύριλλ. II. [[παρέρχομαι]], καὶ [[καθόλου]] ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς [[ἄλλῃ]] ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».
|lstext='''παριππεύω''': [[ἱππεύω]] [[ὑπεράνω]], [[διέρχομαι]] [[ἔφιππος]], πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· [[ἱππεύω]] παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) [[ἱππεύω]] [[μέχρι]] τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., [[διέρχομαι]] τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], Βυζ. 4) [[παρέρχομαι]], [[παραλείπω]], παραμελῶ, Κύριλλ. II. [[παρέρχομαι]], καὶ [[καθόλου]] ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς [[ἄλλῃ]] ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».
}}
{{bailly
|btext=aller à cheval le long de <i>ou</i> au delà de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἱππεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παριππεύω Medium diacritics: παριππεύω Low diacritics: παριππεύω Capitals: ΠΑΡΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: parippeúō Transliteration B: parippeuō Transliteration C: parippeyo Beta Code: parippeu/w

English (LSJ)

   A ride along or over, πόντον E. Hel.1665 ; ride alongside, Th.7.78, Plb.5.83.7, Luc.Par. 61 ; ride past, Arr.Tact.37.1, 40.5.    2 ride up to, ἐπὶ τὰ μέσα Plb. 3.116.3.    3 pass by, δεινὸν παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους Eub.77.    4 surpass, Philostr.VS1.24.9.

German (Pape)

[Seite 523] neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

παριππεύω: ἱππεύω ὑπεράνω, διέρχομαι ἔφιππος, πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· ἱππεύω παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) ἱππεύω μέχρι τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., διέρχομαι τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, Βυζ. 4) παρέρχομαι, παραλείπω, παραμελῶ, Κύριλλ. II. παρέρχομαι, καὶ καθόλου ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς ἄλλῃ ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».

French (Bailly abrégé)

aller à cheval le long de ou au delà de.
Étymologie: παρά, ἱππεύω.