προσκήνιον: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκήνιον''': τό, τὸ πρόσθετον [[μέρος]] ἢ [[εἴσοδος]] σκηνῆς, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ι΄, 22). ΙΙ. λατ. proscenium, = [[λογεῖον]], Πολύβ. 30. 13, 4, [[Πολυδ]]. Δ΄, 123, Συλλ. Ἐπιγρ. 4283. 9. 2) [[παραπέτασμα]] σκηνῆς, [[αὐλαία]], Δοῦρις παρ’ Ἀθην. 536Α, Συνέσ. 128C, Σουΐδ. | |lstext='''προσκήνιον''': τό, τὸ πρόσθετον [[μέρος]] ἢ [[εἴσοδος]] σκηνῆς, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ι΄, 22). ΙΙ. λατ. proscenium, = [[λογεῖον]], Πολύβ. 30. 13, 4, [[Πολυδ]]. Δ΄, 123, Συλλ. Ἐπιγρ. 4283. 9. 2) [[παραπέτασμα]] σκηνῆς, [[αὐλαία]], Δοῦρις παρ’ Ἀθην. 536Α, Συνέσ. 128C, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />avant-scène, devant d’un théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σκηνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A entrance of a tent, LXX Ju.10.22. 2 porch of a house, PRyl.233.4 (pl., ii A.D.). II raised platform in front of stage-buildings, stage, IG11(2).153.14,158 A67 (Delos, iii B.C.), 7.423 (p.745, Oropus, ii/i B.C.), Plb.30.22.4, TAM2.408.9 (Patara, ii A.D.), OGI510.5 (Ephesus, ii A.D.), Poll.4.123; ἡ τύχη παρελκομένη τὴν πρόφασιν καθάπερ ἐπὶ προσκήνιον Plb.Fr.212; Lat. proscaenium, Vitr.5.7.1. 2 painted scenery at the back of the stage, Duris 14J.; τὸ προσκάνιον ἱστάτω Ἡρακλείοις SIG481 B 4 (Delph., iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 769] τό, 1) eigtl. Vorderzelt, Eingang ins Zelt, LXX. – 2) gew. Vorderbühne, proscenium, der vordere Theil der Bühne, wo die Schauspieler auftreten, sonst λογεῖον; Suid. erkl. aus Pol. τὸ πρὸ τῆς σκηνῆς προπέτασμα, Coulisse (?); vgl. Ath. XII, 536 a, ἐγράφετο ἐπὶ τοῦ προσκηνίου ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὀχούμενος; die Bühne ist es Pol. 30, 13, 4, στήσας αὐλητὰς ἐπὶ τὸ προσκήνιον; Plut. Lycurg. 6, προσκήνια θεάτρων, mit künstlicher Arbeit verziert.
Greek (Liddell-Scott)
προσκήνιον: τό, τὸ πρόσθετον μέρος ἢ εἴσοδος σκηνῆς, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ι΄, 22). ΙΙ. λατ. proscenium, = λογεῖον, Πολύβ. 30. 13, 4, Πολυδ. Δ΄, 123, Συλλ. Ἐπιγρ. 4283. 9. 2) παραπέτασμα σκηνῆς, αὐλαία, Δοῦρις παρ’ Ἀθην. 536Α, Συνέσ. 128C, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
avant-scène, devant d’un théâtre.
Étymologie: πρό, σκηνή.