χοιρίνη: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοιρίνη''': ἡ, [[εἶδος]] μικρᾶς θαλασσίας κόγχης ἣν οἱ Ἀθηναῖοι δικασταὶ μετεχειρίζοντο ὡς ψῆφον, (καλουμένη ἔτι καὶ νῦν γουρουνάκι, ἐκ τοῦ γουροῦνι, ὃ ἐστι [[χοῖρος]], Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 129), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332, πρβλ. Σφ. 333, 349. - Ὁ Σουΐδ. [[ἡμαρτημένως]] ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὡς σημαίνουσαν χοίρου [[τρίχα]]. [ῑ, [[ἐντεῦθεν]] ὁ πληθ. χοιρῖναι, Δινδ. εἰς [[Πολυδ]]. Η΄, 16.]
|lstext='''χοιρίνη''': ἡ, [[εἶδος]] μικρᾶς θαλασσίας κόγχης ἣν οἱ Ἀθηναῖοι δικασταὶ μετεχειρίζοντο ὡς ψῆφον, (καλουμένη ἔτι καὶ νῦν γουρουνάκι, ἐκ τοῦ γουροῦνι, ὃ ἐστι [[χοῖρος]], Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 129), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332, πρβλ. Σφ. 333, 349. - Ὁ Σουΐδ. [[ἡμαρτημένως]] ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὡς σημαίνουσαν χοίρου [[τρίχα]]. [ῑ, [[ἐντεῦθεν]] ὁ πληθ. χοιρῖναι, Δινδ. εἰς [[Πολυδ]]. Η΄, 16.]
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />petit coquillage de mer, dont les juges athéniens se servaient pour voter (porcelaine).<br />'''Étymologie:''' DELG [[χοῖρος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρίνη Medium diacritics: χοιρίνη Low diacritics: χοιρίνη Capitals: ΧΟΙΡΙΝΗ
Transliteration A: choirínē Transliteration B: choirinē Transliteration C: choirini Beta Code: xoiri/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A small sea-mussel, used by the Athenian dicasts in voting, Ar.Eq.1332, V.333, 349 (all anap.), Poll.8.16; wrongly expld. by Suid., of hog's bristles.

German (Pape)

[Seite 1362] ἡ, eine kleine Meermuschel, deren sich in Athen die Richter beim Abstimmen bedienten, vielleicht die Porzellanschnecke, Ar. Equ. 1332 Vesp. 333. 349; vgl. Poll. 8, 16. – Bei Ath. XIV, 647 b sind χοιρίναι eine Art Kuchen; nach Mein. frg. com. III, 641 von ὁ χοιρίνης, sc. πλακοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρίνη: ἡ, εἶδος μικρᾶς θαλασσίας κόγχης ἣν οἱ Ἀθηναῖοι δικασταὶ μετεχειρίζοντο ὡς ψῆφον, (καλουμένη ἔτι καὶ νῦν γουρουνάκι, ἐκ τοῦ γουροῦνι, ὃ ἐστι χοῖρος, Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 129), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332, πρβλ. Σφ. 333, 349. - Ὁ Σουΐδ. ἡμαρτημένως ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὡς σημαίνουσαν χοίρου τρίχα. [ῑ, ἐντεῦθεν ὁ πληθ. χοιρῖναι, Δινδ. εἰς Πολυδ. Η΄, 16.]

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petit coquillage de mer, dont les juges athéniens se servaient pour voter (porcelaine).
Étymologie: DELG χοῖρος.