ῥώξ: Difference between revisions

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥώξ''': «[[κόκκος]]. ἢ [[εἶδος]] φαλαγγίου» Ἡσύχ.<br />ῥωγός, ἡ, (ἴδε [[ῥήγνυμι]])· - [[ῥῆγμα]], [[ἄνοιγμα]] ἐν Ὀδ. Χ. 143, τό: ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο φαίνεται ὅτι σημαίνει: διὰ τῶν στενῶν διόδων ἢ διαδρόμων τῶν ἀγόντων εἰς τὸ [[μέγαρον]], ἴδε τὸ περὶ Ὁμήρου [[πόνημα]] τοῦ Jebb (Jebb’s Homer) σ. 184. 2) τεθραυσμένον [[τεμάχιον]], [[σύντριμμα]], Κλήμ. Ἀλ. 473. ΙΙ. = ῥάξ, ὃ ἴδε.
|lstext='''ῥώξ''': «[[κόκκος]]. ἢ [[εἶδος]] φαλαγγίου» Ἡσύχ.<br />ῥωγός, ἡ, (ἴδε [[ῥήγνυμι]])· - [[ῥῆγμα]], [[ἄνοιγμα]] ἐν Ὀδ. Χ. 143, τό: ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο φαίνεται ὅτι σημαίνει: διὰ τῶν στενῶν διόδων ἢ διαδρόμων τῶν ἀγόντων εἰς τὸ [[μέγαρον]], ἴδε τὸ περὶ Ὁμήρου [[πόνημα]] τοῦ Jebb (Jebb’s Homer) σ. 184. 2) τεθραυσμένον [[τεμάχιον]], [[σύντριμμα]], Κλήμ. Ἀλ. 473. ΙΙ. = ῥάξ, ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ῥωγός (ἡ) :<br />fente, ouverture (porte <i>ou</i> fenêtre).<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]].<br /><span class="bld">2</span>ῥωγός (ἡ) :<br /><i>ion. et gr. tard. c.</i> [[ῥάξ]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥώξ Medium diacritics: ῥώξ Low diacritics: ρωξ Capitals: ΡΩΞ
Transliteration A: rhṓx Transliteration B: rhōx Transliteration C: roks Beta Code: r(w/c

English (LSJ)

(A), ῥωγός, ἡ, (ῥήγνυμι)

   A breach: in Od.22.143, ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο, the sense is dub.; it seems to mean narrow entrances or passages leading to the hall.
ῥώξ (B), ῥωγός, ἡ (ὁ in LXXIs.65.8),=

   A ῥάξ 1, Archil.191; τοῦ ἀμπελῶνος LXX Le.19.10, cf. Ph.2.390 (v.l.); ἐλαίας LXX Is.17.6.    2 = ῥάξ 4, in pl., Ruf. ap. Orib.25.1.32.    3 = ῥάξ 3, Nic.Th.716.

German (Pape)

[Seite 855] ὁ od. ἡ, gen. ῥωγός, 1) Riß, Ritze, Spalt; ῥῶγες μεγάροιο, Od. 22, 143, die engen Zugänge zum Gemach, entweder eine enge Seitenthür, od. Fensteröffnungen. – 2) ἡ ῥώξ, = ῥάξ, Weinbeere, Diosc.; auch eine ihr ähnliche giftige Spinnenart, φαλάγγιον, Nic. Ther. 716; vgl. Lob. Phryn. 76; Jac. A. P. p. 127. 502.

Greek (Liddell-Scott)

ῥώξ: «κόκκος. ἢ εἶδος φαλαγγίου» Ἡσύχ.
ῥωγός, ἡ, (ἴδε ῥήγνυμι)· - ῥῆγμα, ἄνοιγμα ἐν Ὀδ. Χ. 143, τό: ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο φαίνεται ὅτι σημαίνει: διὰ τῶν στενῶν διόδων ἢ διαδρόμων τῶν ἀγόντων εἰς τὸ μέγαρον, ἴδε τὸ περὶ Ὁμήρου πόνημα τοῦ Jebb (Jebb’s Homer) σ. 184. 2) τεθραυσμένον τεμάχιον, σύντριμμα, Κλήμ. Ἀλ. 473. ΙΙ. = ῥάξ, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

1ῥωγός (ἡ) :
fente, ouverture (porte ou fenêtre).
Étymologie: ῥήγνυμι.
2ῥωγός (ἡ) :
ion. et gr. tard. c. ῥάξ.