πρόχυσις: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόχῠσις''': ἡ, ([[προχέω]]), [[ἔκχυσις]], πρ. τῆς γῆς, [[κατάθεσις]] ἰλύος ἐκ τοῦ ὕδατος, γῆ σχηματισθεῖσα ἐκ προσχώσεως, Λατ. alluvies, Ἡρόδ. 2, 5· πρ. ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ [[αὐτόθι]] 12· πρ. ἰλυόεσσα Ὀππ. Ἁλ. 1. 116· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 160, οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), τὸ πρόχυσιν ἐποιέετο, [[δέον]] νὰ ληφθῇ ὡς ἁπλοῦν [[ῥῆμα]], = προέχεε· ― ἐν τοῖς Κλημεντίοις 108Α [[πρόχυσις]] = [[λοιβή]], [[σπονδή]]. ΙΙ. μεταφ., [[ἔκχυσις]], [[ἐξόρμησις]], τῶν παθῶν Λογγῖν. 9. 13. | |lstext='''πρόχῠσις''': ἡ, ([[προχέω]]), [[ἔκχυσις]], πρ. τῆς γῆς, [[κατάθεσις]] ἰλύος ἐκ τοῦ ὕδατος, γῆ σχηματισθεῖσα ἐκ προσχώσεως, Λατ. alluvies, Ἡρόδ. 2, 5· πρ. ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ [[αὐτόθι]] 12· πρ. ἰλυόεσσα Ὀππ. Ἁλ. 1. 116· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 160, οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), τὸ πρόχυσιν ἐποιέετο, [[δέον]] νὰ ληφθῇ ὡς ἁπλοῦν [[ῥῆμα]], = προέχεε· ― ἐν τοῖς Κλημεντίοις 108Α [[πρόχυσις]] = [[λοιβή]], [[σπονδή]]. ΙΙ. μεταφ., [[ἔκχυσις]], [[ἐξόρμησις]], τῶν παθῶν Λογγῖν. 9. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de verser ; alluvion.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A pouring out, οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο,= προέχεε, Hdt.1.160. II π. τῆς γῆς deposition of mud by water, alluvial soil, Id.2.5; π. ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ ib.12, cf. A.R.2.964; Ἀσσυρίης π. χθονός D.P.772; π. ἰλυόεσσα Opp.H.1.116. 2 of sweat, ἡ δι' ὅλου τοῦ σώματος ἐν ἱδρῶτι π. Ph.1.29. III metaph., pouring forth, τῶν παθῶν Longin.9.13, cf. Dam.Pr.84.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, das Ausgießen, auch von trockenen Dingen, Hinschütten; = οὐλοχύται, Her. 1, 160; τῆς γῆς, das Anspülen, Anschlämmen der Erde durch einen Fluß, 2, 5. 12, wie πρόχυσις ἰλυόεσσα Opp. Hal. 1, 116; D. Per. 772.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχῠσις: ἡ, (προχέω), ἔκχυσις, πρ. τῆς γῆς, κατάθεσις ἰλύος ἐκ τοῦ ὕδατος, γῆ σχηματισθεῖσα ἐκ προσχώσεως, Λατ. alluvies, Ἡρόδ. 2, 5· πρ. ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ αὐτόθι 12· πρ. ἰλυόεσσα Ὀππ. Ἁλ. 1. 116· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 160, οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), τὸ πρόχυσιν ἐποιέετο, δέον νὰ ληφθῇ ὡς ἁπλοῦν ῥῆμα, = προέχεε· ― ἐν τοῖς Κλημεντίοις 108Α πρόχυσις = λοιβή, σπονδή. ΙΙ. μεταφ., ἔκχυσις, ἐξόρμησις, τῶν παθῶν Λογγῖν. 9. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de verser ; alluvion.
Étymologie: προχέω.