πληκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πληκτικός''': -ή, -όν, ([[πλήσσω]]) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς πλῆξιν ἢ [[κτύπημα]], πλ. [[θήρα]], ἡ διὰ κάμακος [[ἁλιεία]], Πλάτ. Σοφ. 200C· [[οὕτως]], ἡ πληκτική, τὸ πληκτικὸν [[αὐτόθι]] 220Ε, 221Β. 2) ἕτοιμος νὰ πλήξῃ, πλ. ὁ [[σκορπίος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 312· γυνὴ ἀνδρός... πληκτικώτερον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 7. ΙΙ. μεταφ., ὁ προσβάλλων τὰς αἰσθήσεις, ὡς καὶ νῦν, τῇ ὀσμῇ πληκτικὸν Διοσκ. 1. 14· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 125· τὸ πληκτικόν, τὸ πλῆξιν προξενοῦν, (ἴδε [[πληκτίζομαι]] ἐν τέλει). ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπενεργείας ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 70, 240, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Ulpian. εἰς Δημ. 474. 1. ὑπερθ. -ώτατα, Φίλων 881D.
|lstext='''πληκτικός''': -ή, -όν, ([[πλήσσω]]) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς πλῆξιν ἢ [[κτύπημα]], πλ. [[θήρα]], ἡ διὰ κάμακος [[ἁλιεία]], Πλάτ. Σοφ. 200C· [[οὕτως]], ἡ πληκτική, τὸ πληκτικὸν [[αὐτόθι]] 220Ε, 221Β. 2) ἕτοιμος νὰ πλήξῃ, πλ. ὁ [[σκορπίος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 312· γυνὴ ἀνδρός... πληκτικώτερον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 7. ΙΙ. μεταφ., ὁ προσβάλλων τὰς αἰσθήσεις, ὡς καὶ νῦν, τῇ ὀσμῇ πληκτικὸν Διοσκ. 1. 14· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 125· τὸ πληκτικόν, τὸ πλῆξιν προξενοῦν, (ἴδε [[πληκτίζομαι]] ἐν τέλει). ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπενεργείας ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 70, 240, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Ulpian. εἰς Δημ. 474. 1. ὑπερθ. -ώτατα, Φίλων 881D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui frappe les sens (vin, odeur, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> frappant, qui fait impression.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληκτικός Medium diacritics: πληκτικός Low diacritics: πληκτικός Capitals: ΠΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: plēktikós Transliteration B: plēktikos Transliteration C: pliktikos Beta Code: plhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of, for, or by striking, π. θήρα fishing by means of spearing, Pl.Sph.220d; ἡ πληκτική, τὸ πληκτικόν [μέρος], ib.220e, 221b; π. δύναμις Epicur.Fr. 308.    2 ready to strike, given to striking, π. [ὁ σκορπίος] Arist.Fr. 331; γυνὴ ἀνδρὸς . . πληκτικώτερον Id.HA608b10.    II metaph., striking the senses, overpowering, οἶνος, τροφή, Ath.1.27a, Philum.Ven.9; π. τῇ ὀσμῇ Dsc.1.15, cf. S.E.P.1.125 (Comp.); of whitewashed rooms, Antyll. ap. Orib.9.13.5; τὸ π. overpowering effect, Plu.2.693b, cf. 367c, 735d (cj.).    b striking the mind, impressive, startling, S.E.P.3.71 (Comp.), 240, etc. Adv. -κῶς Alex.Aphr.in Sens.104.16, Ulp. ad D.20.56: Sup. -ώτατα Ph.2.462 (nisi leg. τλητ-).

German (Pape)

[Seite 633] 1) zum Schlagen, Streiten geschickt, geneigt; θήρα, mit Schlagen ausgeführt, Plat. Soph. 200 c, u. öfter; φιλολοίδορον μᾶλλον καὶ πληκτικώτερον, Arist. H. A. 9, 1. – 2) übertr. was schlagend auf die Sinne wirkt, betäubend, eben so was schlagend auf den Verstand wirkt, treffend, überzeugend, Sp., wie Plut. u. oft S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

πληκτικός: -ή, -όν, (πλήσσω) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς πλῆξιν ἢ κτύπημα, πλ. θήρα, ἡ διὰ κάμακος ἁλιεία, Πλάτ. Σοφ. 200C· οὕτως, ἡ πληκτική, τὸ πληκτικὸν αὐτόθι 220Ε, 221Β. 2) ἕτοιμος νὰ πλήξῃ, πλ. ὁ σκορπίος Ἀριστ. Ἀποσπ. 312· γυνὴ ἀνδρός... πληκτικώτερον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 7. ΙΙ. μεταφ., ὁ προσβάλλων τὰς αἰσθήσεις, ὡς καὶ νῦν, τῇ ὀσμῇ πληκτικὸν Διοσκ. 1. 14· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 125· τὸ πληκτικόν, τὸ πλῆξιν προξενοῦν, (ἴδε πληκτίζομαι ἐν τέλει). ― ὡσαύτως ἐπὶ ἐπενεργείας ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 70, 240, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Ulpian. εἰς Δημ. 474. 1. ὑπερθ. -ώτατα, Φίλων 881D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui frappe les sens (vin, odeur, etc.);
2 fig. frappant, qui fait impression.
Étymologie: πλήσσω.