πλημμέλεια: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλημμέλεια''': ἡ, [[σφάλμα]] ἐν τῇ μουσικῇ, παραφωνία, παρατονία, Πλούτ. 2. 396D. ΙΙ. μεταφορ., [[σφάλμα]], λάθος, [[ἁμαρτία]], Πλάτ. Ἀπολ. 22D· διὰ πλ. καὶ ἀμουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691A· [[ἀσέβεια]] ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς πλ. Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 1· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 170E, κτλ.
|lstext='''πλημμέλεια''': ἡ, [[σφάλμα]] ἐν τῇ μουσικῇ, παραφωνία, παρατονία, Πλούτ. 2. 396D. ΙΙ. μεταφορ., [[σφάλμα]], λάθος, [[ἁμαρτία]], Πλάτ. Ἀπολ. 22D· διὰ πλ. καὶ ἀμουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691A· [[ἀσέβεια]] ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς πλ. Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 1· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 170E, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fausse note <i>ou</i> faute contre la mesure <i>t. de mus.</i><br /><b>2</b> <i>fig.</i> faute commise par négligence, faute.<br />'''Étymologie:''' [[πλημμελής]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμέλεια Medium diacritics: πλημμέλεια Low diacritics: πλημμέλεια Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΑ
Transliteration A: plēmméleia Transliteration B: plēmmeleia Transliteration C: plimmeleia Beta Code: plhmme/leia

English (LSJ)

ἡ, prop.

   A mistake in music, false note, but in usage, metaph., fault, error, esp. in taste or judgement, Pl.Ap.22d; διὰ π. καὶ ἀμουσίαν Id.Lg.691a; faultiness in metre, etc., Plu.2.396d; ἀσέβεια ἡ περὶ θεοὺς π. Arist.VV1251a31 (hence in LXX, trespass, sin, Le.6.5, al.; εἰς πλημμέλειαν for a sin-offering, ib.5.18): freq. in pl., αἱ π. αἱ ἐν τοῖς πράγμασιν Isoc.8.56, etc.

German (Pape)

[Seite 633] ἡ, Fehler, Versehen, Vergehen, Vergehung; eigtl. Fehler im Singen, καὶ ἀμουσία, Plat. Legg. III, 691 a, καὶ ῥᾳθυμία, Clit. 407 c; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμέλεια: ἡ, σφάλμα ἐν τῇ μουσικῇ, παραφωνία, παρατονία, Πλούτ. 2. 396D. ΙΙ. μεταφορ., σφάλμα, λάθος, ἁμαρτία, Πλάτ. Ἀπολ. 22D· διὰ πλ. καὶ ἀμουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691A· ἀσέβεια ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς πλ. Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 1· συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 170E, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fausse note ou faute contre la mesure t. de mus.
2 fig. faute commise par négligence, faute.
Étymologie: πλημμελής.