ὑποστάθμη: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποστάθμη''': ἡ, θεμέλιον, ἡ [[νῆσος]]... παλαιῶν ἔχει οἰκιῶν λιθίνας ὑποστάθμας Διόδ. 3. 44. ΙΙ. = [[ὑπόστασις]] Β΄, κοινῶς «καταπάτι», Πλάτ. Φαίδων 109C, Πρωταγορίδ. παρ’ Ἀθην. 124E, Διοσκ. 5. 120, Πλούτ., κλπ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Κικερωνείου in faece Romuli, Πλουτ. Φωκ. 3, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ.
|lstext='''ὑποστάθμη''': ἡ, θεμέλιον, ἡ [[νῆσος]]... παλαιῶν ἔχει οἰκιῶν λιθίνας ὑποστάθμας Διόδ. 3. 44. ΙΙ. = [[ὑπόστασις]] Β΄, κοινῶς «καταπάτι», Πλάτ. Φαίδων 109C, Πρωταγορίδ. παρ’ Ἀθην. 124E, Διοσκ. 5. 120, Πλούτ., κλπ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Κικερωνείου in faece Romuli, Πλουτ. Φωκ. 3, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />dépôt, sédiment.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[στάθμη]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστάθμη Medium diacritics: ὑποστάθμη Low diacritics: υποστάθμη Capitals: ΥΠΟΣΤΑΘΜΗ
Transliteration A: hypostáthmē Transliteration B: hypostathmē Transliteration C: ypostathmi Beta Code: u(posta/qmh

English (LSJ)

ἡ,

   A foundation, D.S.3.44 (pl.).    II = ὐπόστασις B. 1.1, sediment, Pl.Phd.109c, Protagorid.4, Dsc.5.103, Plu.2.130b, etc.; ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, as a translation of Cicero's in faece Romuli, Plu.Phoc.3, cf. Cic.Att.2.1.8; ὑ. τροφῆς, almost = περίττωμα, Hp. Vict.2.45; of matter, ἡ πάντων ὑ. Dam.Pr.36, cf. Zeno Stoic.1.29, Procl. in Alc.p.181 C.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστάθμη: ἡ, θεμέλιον, ἡ νῆσος... παλαιῶν ἔχει οἰκιῶν λιθίνας ὑποστάθμας Διόδ. 3. 44. ΙΙ. = ὑπόστασις Β΄, κοινῶς «καταπάτι», Πλάτ. Φαίδων 109C, Πρωταγορίδ. παρ’ Ἀθην. 124E, Διοσκ. 5. 120, Πλούτ., κλπ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, ὡς μετάφρασις τοῦ Κικερωνείου in faece Romuli, Πλουτ. Φωκ. 3, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt, sédiment.
Étymologie: ὑπό, στάθμη.