ὑπεροπλίζομαι: Difference between revisions
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεροπλίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· ([[ὁπλίζω]])· ― διὰ τῶν ὅπλων [[καταβάλλω]], νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, [[ἤτοι]] ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, [[ἔνθα]] ἴδε καὶ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]] τοῦ Ἀπολλωνίου. | |lstext='''ὑπεροπλίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· ([[ὁπλίζω]])· ― διὰ τῶν ὅπλων [[καταβάλλω]], νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, [[ἤτοι]] ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, [[ἔνθα]] ἴδε καὶ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]] τοῦ Ἀπολλωνίου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>opt. ao. poét. 3ᵉ sg.</i> ὑπεροπλίσσαιτο;<br />vaincre par la force des armes ; <i>sel. d’autres</i> traiter avec arrogance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέροπλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
(ὁπλίζω)
A vanquish by force of arms, οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Od.17.268, acc. to Aristarch.; others expld. it as treat haughtily or scornfully:—Act. in Suid. (-ῆσαι Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1199] dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν τίς μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermüthig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein ὑπέροπλος sein, übermüthig u. frech sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροπλίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· (ὁπλίζω)· ― διὰ τῶν ὅπλων καταβάλλω, νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, ἤτοι ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, ἔνθα ἴδε καὶ τὴν γνώμην αὐτοῦ τοῦ Ἀπολλωνίου.
French (Bailly abrégé)
opt. ao. poét. 3ᵉ sg. ὑπεροπλίσσαιτο;
vaincre par la force des armes ; sel. d’autres traiter avec arrogance, acc..
Étymologie: ὑπέροπλος.