πολύπλοκος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύπλοκος''': -ον, ([[πλέκω]]) ὁ πολὺ πεπλεγμένος, πολὺ συνεστραμμένος, ἐπὶ τῆς σπείρας δράκοντος, Εὐρ. Μήδ. 481· ἐπὶ τοῦ πολύποδος, πουλύπου ὀργὴν ἔσχε πολυπλόκου Θέογν. 215· πρβλ. [[πολύτροπος]]. 2) μεταφ., ὁ πολὺ συστρεφόμενος, [[περίπλοκος]], συμπεπλεγμένος, [[θηρίον]] Τυφῶνος πολυπλοκώτερον Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· πολυπλοκωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις [[τάξις]] Ξεν. Λακ. 11, 5· μέτρα μολπᾶς Ἀνθ. Π. 15. 27· περὶ τῆς τύχης ἐν τῷ παιγνιδίῳ τῶν πεσσῶν Εὐρ. Ι. Α. 167. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 54. β) ἐπὶ προσώπων καὶ νοημάτων, οὐπώποτε... ἤκουσα πολυπλοκωτέρας γυναικὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 435· π. [[νόημα]] [[αὐτόθι]] 463· ἔννοιαι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8.
|lstext='''πολύπλοκος''': -ον, ([[πλέκω]]) ὁ πολὺ πεπλεγμένος, πολὺ συνεστραμμένος, ἐπὶ τῆς σπείρας δράκοντος, Εὐρ. Μήδ. 481· ἐπὶ τοῦ πολύποδος, πουλύπου ὀργὴν ἔσχε πολυπλόκου Θέογν. 215· πρβλ. [[πολύτροπος]]. 2) μεταφ., ὁ πολὺ συστρεφόμενος, [[περίπλοκος]], συμπεπλεγμένος, [[θηρίον]] Τυφῶνος πολυπλοκώτερον Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· πολυπλοκωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις [[τάξις]] Ξεν. Λακ. 11, 5· μέτρα μολπᾶς Ἀνθ. Π. 15. 27· περὶ τῆς τύχης ἐν τῷ παιγνιδίῳ τῶν πεσσῶν Εὐρ. Ι. Α. 167. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 54. β) ἐπὶ προσώπων καὶ νοημάτων, οὐπώποτε... ἤκουσα πολυπλοκωτέρας γυναικὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 435· π. [[νόημα]] [[αὐτόθι]] 463· ἔννοιαι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux nombreux replis, enroulé, entortillé ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> très compliqué;<br /><b>2</b> rusé, fourbe;<br /><i>Cp.</i> πολυπλοκώτερος, <i>Sp.</i> πολυπλοκώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πλέκω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλοκος Medium diacritics: πολύπλοκος Low diacritics: πολύπλοκος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: polýplokos Transliteration B: polyplokos Transliteration C: polyplokos Beta Code: polu/plokos

English (LSJ)

ον, (πλέκω)

   A tangled, σπεῖραι E.Med.481; καμπαί, of the labyrinth, Trag.Adesp.34; of the brain, with many convolutions, Erasistr. ap. Gal.5.603, cf. Gal.UP8.13.    2 metaph., tangled, complex, θηρίον Τυφῶνος -ώτερον Pl.Phdr.230a; -ωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις τάξις X.Lac.11.5; μέτρα μολπᾶς Simm.26.20; πεσσῶν μορφαί E.IA197 (lyr.). Adv. -κως D.H.Th.54: neut. as Adv., φωνὴ πολύπλοκον ἠχοῦσα cj. in Thphr.Sign.40.    b of the poulp, crafty, Thgn.215; of persons and thoughts, subtle, acute, tortuous, οὔπω . . ἤκουσα -ωτέρας γυναικός Ar.Th.435 (lyr.); π. νόημα ib.463 (lyr.); -πλοκοι μεθόδων παραλογισμοί LXXEs.8(16).13; ὑπόδοξοι καὶ π. Phld.D.1.16; π. ἔννοιαι Luc. DMort.10.8, cf. Eun.Hist.p.218 D. (Comp.).    c complex, φύσις, opp. ἁπλῆ, Herm.in Phdr.p.186A.

German (Pape)

[Seite 669] viel od. sehr verflochten; σπεῖραι, Eur. Med. 481; πεσσῶν μορφαί, I. A. 197; Τυφῶνος πολυπλοκώτερον, Plat. Phaedr. 230 a, ränkevoll, verschlagen, wie Ar. γυνή, Thesm. 434; νόημα, 463; Sp., wie Plut. u. Luc., der auch den compar. hat, πολυπλοκώτερα κάρηνα, Amor. 2; πολυπλοκωτάτη τάξις, d. i. sehr schwierig, Xen. Lac. 11, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλοκος: -ον, (πλέκω) ὁ πολὺ πεπλεγμένος, πολὺ συνεστραμμένος, ἐπὶ τῆς σπείρας δράκοντος, Εὐρ. Μήδ. 481· ἐπὶ τοῦ πολύποδος, πουλύπου ὀργὴν ἔσχε πολυπλόκου Θέογν. 215· πρβλ. πολύτροπος. 2) μεταφ., ὁ πολὺ συστρεφόμενος, περίπλοκος, συμπεπλεγμένος, θηρίον Τυφῶνος πολυπλοκώτερον Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, ἔνθα ἴδε Stallb.· πολυπλοκωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις τάξις Ξεν. Λακ. 11, 5· μέτρα μολπᾶς Ἀνθ. Π. 15. 27· περὶ τῆς τύχης ἐν τῷ παιγνιδίῳ τῶν πεσσῶν Εὐρ. Ι. Α. 167. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 54. β) ἐπὶ προσώπων καὶ νοημάτων, οὐπώποτε... ἤκουσα πολυπλοκωτέρας γυναικὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 435· π. νόημα αὐτόθι 463· ἔννοιαι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreux replis, enroulé, entortillé ; p. suite
1 très compliqué;
2 rusé, fourbe;
Cp. πολυπλοκώτερος, Sp. πολυπλοκώτατος.
Étymologie: πολύς, πλέκω.