πρίζω: Difference between revisions
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[πρίω]], [[πριονίζω]], [[κόπτω]] διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C [[εἶναι]] πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *[[πρίαμαι]]). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860. | |lstext='''πρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[πρίω]], [[πριονίζω]], [[κόπτω]] διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C [[εἶναι]] πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *[[πρίαμαι]]). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. Moy. 3ᵉ sg.</i> πριεῖται;<br /><i>c.</i> [[πρίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
A = πρίω, saw, Pl.Thg.124b (s.v.l.), D.S.4.76, Heliod. ap. Orib.47.14.3: impf. ἔπριζον LXXAm.1.3. II file, ῥίνῃ πρίζειν Gal.12.848.
German (Pape)
[Seite 701] = πρίω, sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.
Greek (Liddell-Scott)
πρίζω: μέλλ. -ίσω, = πρίω, πριονίζω, κόπτω διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C εἶναι πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *πρίαμαι). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.
French (Bailly abrégé)
f. Moy. 3ᵉ sg. πριεῖται;
c. πρίω.