προβασκάνιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προβασκάνιον''': τό, (βάσκᾰνος) [[φυλακτήριον]] κατὰ βασκανίας ἢ μαγείας, [[φυλακτήριον]] ὃ ἐξήρτων πρὸ τῶν ἐργαστηρίων αὐτῶν οἱ ἀρχαῖοι, Πλούτ. 2. 681F, Εὐστ. Πονημάτ. 41. 27, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κεράμβηλον]]: ― [[Κατὰ]] τὸν Φρύν. σ. 86 ἔκδ. Λοβεκ.: «[[βασκάνιον]] λέγουσιν οἱ ἀρχαῖοι, οὐ [[προβασκάνιον]] [[μετὰ]] τῆς πρό· ἀδόκιμον γάρ», πρβλ. Α. Β. 30, 5.
|lstext='''προβασκάνιον''': τό, (βάσκᾰνος) [[φυλακτήριον]] κατὰ βασκανίας ἢ μαγείας, [[φυλακτήριον]] ὃ ἐξήρτων πρὸ τῶν ἐργαστηρίων αὐτῶν οἱ ἀρχαῖοι, Πλούτ. 2. 681F, Εὐστ. Πονημάτ. 41. 27, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κεράμβηλον]]: ― [[Κατὰ]] τὸν Φρύν. σ. 86 ἔκδ. Λοβεκ.: «[[βασκάνιον]] λέγουσιν οἱ ἀρχαῖοι, οὐ [[προβασκάνιον]] [[μετὰ]] τῆς πρό· ἀδόκιμον γάρ», πρβλ. Α. Β. 30, 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte d’amulette contre les maléfices.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βάσκανος]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβασκάνιον Medium diacritics: προβασκάνιον Low diacritics: προβασκάνιον Capitals: ΠΡΟΒΑΣΚΑΝΙΟΝ
Transliteration A: probaskánion Transliteration B: probaskanion Transliteration C: provaskanion Beta Code: probaska/nion

English (LSJ)

τό,

   A safeguard against witchcraft, amulet or scarecrow hung up before workshops or in fields. LXX Ep.Je.70, Plu.2.681f, Hsch. s.v. κεράμβηλον; = muttonius, Gloss. (also προβασκαντον, = muttonium, ib.); less correct than βασκάνιον, Phryn.68.

German (Pape)

[Seite 710] τό, Mittel gegen das Beschreien, Behexen, Amulet, Plut. Symp. 5, 7, 3; vgl. Lob. Phryn. 86; nach Phryn. bei B. A. p. 30 Ausdruck der ἀμαθεῖς für βασκάνιον; er erkl. es als ἀνθρωποειδὲς κατασκεύασμα, βραχὺ παρηλλαγμένον τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν, ὃ πρὸ τῶν ἐργαστηρίων οἱ χειρώνακτες κρεμαννύουσι τοῦ μὴ βασκαίνεσθαι αὐτῶν τὴν ἐργασίαν; vgl. Poll. 7, 108. – Auch ein Popanz, um Thiere, bes. Vögel zu verscheuchen, Vogelscheuche, wozu man bes. hölzerne Priapusbilder nahm, vgl. Plut. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

προβασκάνιον: τό, (βάσκᾰνος) φυλακτήριον κατὰ βασκανίας ἢ μαγείας, φυλακτήριον ὃ ἐξήρτων πρὸ τῶν ἐργαστηρίων αὐτῶν οἱ ἀρχαῖοι, Πλούτ. 2. 681F, Εὐστ. Πονημάτ. 41. 27, Ἡσύχ. ἐν λ. κεράμβηλον: ― Κατὰ τὸν Φρύν. σ. 86 ἔκδ. Λοβεκ.: «βασκάνιον λέγουσιν οἱ ἀρχαῖοι, οὐ προβασκάνιον μετὰ τῆς πρό· ἀδόκιμον γάρ», πρβλ. Α. Β. 30, 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte d’amulette contre les maléfices.
Étymologie: πρό, βάσκανος.