ποτίκρανον: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτίκρᾱνον''': Δωρ. [[τύπος]] οὗ ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρόσκρ- [[εἶναι]] [[ἄχρηστος]], = [[προσκεφάλαιον]], Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314.
|lstext='''ποτίκρᾱνον''': Δωρ. [[τύπος]] οὗ ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρόσκρ- [[εἶναι]] [[ἄχρηστος]], = [[προσκεφάλαιον]], Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />oreiller.<br />'''Étymologie:''' dor. [[ποτί]] = [[πρός]], *κρᾶνον (v. [[κρανίον]]).
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτίκρᾱνον Medium diacritics: ποτίκρανον Low diacritics: ποτίκρανον Capitals: ΠΟΤΙΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: potíkranon Transliteration B: potikranon Transliteration C: potikranon Beta Code: poti/kranon

English (LSJ)

Dor. form of πρόσκρ- (which is not found),

   A = προσκεφάλαιον, cushion, Sophr.10, Com.Adesp.1372, Theoc.15.3.

German (Pape)

[Seite 689] τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προσκεφἀλαιον, vgl. 2, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίκρᾱνον: Δωρ. τύπος οὗ ὁ κοινὸς τύπος πρόσκρ- εἶναι ἄχρηστος, = προσκεφάλαιον, Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
oreiller.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, *κρᾶνον (v. κρανίον).