προπάτωρ: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προπάτωρ''': -ορος, ὁ, (πατὴρ) ὁ πρῶτος πατὴρ τοῦ γένους, [[γενάρχης]], Πινδ. Ν. 4. 145, Ἡρόδ. 2. 161, 9. 122, Εὐρ. Ὀρ. 1441· ὦ Ζεῦ, προγόνων [[προπάτωρ]] Σοφ. Αἴ. 389· ἐπὶ ἄλλων προστατῶν θεῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 3497, 3500· ― ἐν τῷ πλθ., πρόγονοι, Ἡρόδ. 2 169, Πλάτ. κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «[[προπάτωρ]] πατρὸς [[πατήρ]]», καὶ κατὰ Φώτ. «[[προπάτωρ]]: ἢ ὁ [[πάππος]] ἢ ὁ [[πρόγονος]]». | |lstext='''προπάτωρ''': -ορος, ὁ, (πατὴρ) ὁ πρῶτος πατὴρ τοῦ γένους, [[γενάρχης]], Πινδ. Ν. 4. 145, Ἡρόδ. 2. 161, 9. 122, Εὐρ. Ὀρ. 1441· ὦ Ζεῦ, προγόνων [[προπάτωρ]] Σοφ. Αἴ. 389· ἐπὶ ἄλλων προστατῶν θεῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 3497, 3500· ― ἐν τῷ πλθ., πρόγονοι, Ἡρόδ. 2 169, Πλάτ. κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «[[προπάτωρ]] πατρὸς [[πατήρ]]», καὶ κατὰ Φώτ. «[[προπάτωρ]]: ἢ ὁ [[πάππος]] ἢ ὁ [[πρόγονος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ) :<br />aïeul, ancêtre ; [[οἱ]] προπάτορες, les ancêtres.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πατήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, (πατήρ)
A first founder of a family, forefather, Pi.N.4.89, Hdt.2.161,9.122, E.Or.1441 (lyr.); ὦ Ζεῦ, προγόνων προπάτωρ S.Aj.387 (lyr., s.v.l.); opp. πατήρ, Pl.Lg.931d; ancestor of a tribe, OGI446.3 (Phrygia); θεὸς ὁ π. Herm. ap. Stob.1.49.44, cf.Id.ib.3.11.31, IGRom.4.1213, 1215 (Thyatira); Διόνυσος ὁ π. τῆς πόλεως D.Chr.39.8, cf. BCH4.157 (Erythrae); primal god, PMag.Par.1.1988, PMag. Leid.V.7.26; π. τῶν ἐν γενέσει δημιουργὸν προτάττουσι Iamb.Myst.8.4: in pl., ancestors, forefathers, Hdt.2.169, Pl.Lg.717e; founders, inventors of arts and sciences, Vett. Val.3.22.
German (Pape)
[Seite 739] ορος, ὁ, Vorvater, Stammvater, Ahnherr; Pind. N. 4, 89; Ζεῦ, προγόνων προπάτωρ, Soph. Ai. 380; Eur. Or. 144; u. in Prosa: Her. 2, 161. 9, 122; οἱ προπάτορες, die Altvordern, Vorfahren, 2, 169; Plat. Legg. IV, 717 e.
Greek (Liddell-Scott)
προπάτωρ: -ορος, ὁ, (πατὴρ) ὁ πρῶτος πατὴρ τοῦ γένους, γενάρχης, Πινδ. Ν. 4. 145, Ἡρόδ. 2. 161, 9. 122, Εὐρ. Ὀρ. 1441· ὦ Ζεῦ, προγόνων προπάτωρ Σοφ. Αἴ. 389· ἐπὶ ἄλλων προστατῶν θεῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 3497, 3500· ― ἐν τῷ πλθ., πρόγονοι, Ἡρόδ. 2 169, Πλάτ. κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «προπάτωρ πατρὸς πατήρ», καὶ κατὰ Φώτ. «προπάτωρ: ἢ ὁ πάππος ἢ ὁ πρόγονος».
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
aïeul, ancêtre ; οἱ προπάτορες, les ancêtres.
Étymologie: πρό, πατήρ.