πρευμενής: Difference between revisions
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρευμενής''': -ές, ποιητ. ἐπίθ. [[ἤπιος]] τὴν διάθεσιν, [[ἀγαθός]], [[φιλικός]], [[εὐμενής]], τινι, [[πρός]] τινα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 840, Εὐρ. Ἑκ. 538· ἀπολ., ἴδοιτο... πρευμενοῦς ἀπ’ ὄμματος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207· Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις Εὐρ. Τρῳ. 734· ― ἐπίρρ. πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 220. 224· δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 236. 3) ἐπὶ γεγονότων, εὐνοϊκὸς, [[αἴσιος]], κατελθών... πρευμενεῖ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1647· τελευτάς... πρευμενεῖς κτίσειεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 140· πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας Εὐρ. Ἑκ. 540. ΙΙ. ἐξευμενίζων, [[ἱλαστήριος]], χοαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, πρβλ. 685. ― (Ἐκ τοῦ πραῢ (πρηΰ), [[μένος]], ὁ δὲ [[τύπος]] πρυημενὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 40). | |lstext='''πρευμενής''': -ές, ποιητ. ἐπίθ. [[ἤπιος]] τὴν διάθεσιν, [[ἀγαθός]], [[φιλικός]], [[εὐμενής]], τινι, [[πρός]] τινα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 840, Εὐρ. Ἑκ. 538· ἀπολ., ἴδοιτο... πρευμενοῦς ἀπ’ ὄμματος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207· Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις Εὐρ. Τρῳ. 734· ― ἐπίρρ. πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 220. 224· δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 236. 3) ἐπὶ γεγονότων, εὐνοϊκὸς, [[αἴσιος]], κατελθών... πρευμενεῖ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1647· τελευτάς... πρευμενεῖς κτίσειεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 140· πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας Εὐρ. Ἑκ. 540. ΙΙ. ἐξευμενίζων, [[ἱλαστήριος]], χοαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, πρβλ. 685. ― (Ἐκ τοῦ πραῢ (πρηΰ), [[μένος]], ὁ δὲ [[τύπος]] πρυημενὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 40). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> bienveillant, favorable;<br /><b>2</b> propitiatoire.<br />'''Étymologie:''' p. *πρηϋμενής, de [[πρηΰς]], [[μένος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, contr. fr. πρηϋμενής (v. πραϋμενής),
A soft of temper, gentle, gracious, τινι to one, A.Ag.840, E.Hec.538: abs., ἴδοιτο . . πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος A.Supp.210(207); Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις E.Tr.739. Adv., πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινέσαι, A.Pers.220,224; δέχεσθαι Id.Eu.236. 2 of events, favourable, κατελθὼν . . πρευμενεῖ τύχῃ Id.Ag.1647; τελευτὰς . . πρευμενεῖς κτίσειεν Id.Supp.140 (lyr.); πρευμενοῦς . . νόστου τυχόντας E.Hec.540 (s.v.l.). II propitiating, χοαί A.Pers.609.
German (Pape)
[Seite 699] ές, sanftmüthig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; τύχη, Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῦ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῦς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσθαι, freundlich, Eum. 227 (von πραΰς, πρηΰ u. μένος, statt πρηυμενής).
Greek (Liddell-Scott)
πρευμενής: -ές, ποιητ. ἐπίθ. ἤπιος τὴν διάθεσιν, ἀγαθός, φιλικός, εὐμενής, τινι, πρός τινα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 840, Εὐρ. Ἑκ. 538· ἀπολ., ἴδοιτο... πρευμενοῦς ἀπ’ ὄμματος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207· Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις Εὐρ. Τρῳ. 734· ― ἐπίρρ. πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 220. 224· δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 236. 3) ἐπὶ γεγονότων, εὐνοϊκὸς, αἴσιος, κατελθών... πρευμενεῖ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1647· τελευτάς... πρευμενεῖς κτίσειεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 140· πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας Εὐρ. Ἑκ. 540. ΙΙ. ἐξευμενίζων, ἱλαστήριος, χοαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, πρβλ. 685. ― (Ἐκ τοῦ πραῢ (πρηΰ), μένος, ὁ δὲ τύπος πρυημενὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 40).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bienveillant, favorable;
2 propitiatoire.
Étymologie: p. *πρηϋμενής, de πρηΰς, μένος.