προϋπόκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προϋπόκειμαι''': ὡς παθητ. τοῦ [[προϋποτίθημι]], [[ὑπόκειμαι]] [[προηγουμένως]] ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = [[προϋπάρχω]] ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. [[προϋπάρχω]] ὡς [[ὑποθήκη]], Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.
|lstext='''προϋπόκειμαι''': ὡς παθητ. τοῦ [[προϋποτίθημι]], [[ὑπόκειμαι]] [[προηγουμένως]] ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = [[προϋπάρχω]] ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. [[προϋπάρχω]] ὡς [[ὑποθήκη]], Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> être hypothéqué auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋπόκειμαι Medium diacritics: προϋπόκειμαι Low diacritics: προϋπόκειμαι Capitals: ΠΡΟΫΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: proüpókeimai Transliteration B: proupokeimai Transliteration C: proypokeimai Beta Code: prou+po/keimai

English (LSJ)

serving as pf. Pass. to προϋποτίθημι,

   A to be put under before, Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; subsist before, τὰ -κείμενα parts already founded, of a city, Str.5.3.7; -κειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1; χώραν ἔδει καὶ τόπον -κεῖσθαι τοῖς γενομένοις Plu.2.678f; τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490, cf. S.E.P.3.94; προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.M.10.218, cf. Hierocl.in CA10p.436M.; -κειμένη γνῶσις A.D.Synt.29.19; σῶμα -κείμενον Dam.Pr.14.    2 to be assumed first, Nicom.Ar.1.4.    II to be mortgaged before, Plu.Sol.15, PMasp.97.34, al. (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 795] (s. κεῖμαι), vorher darunter gelegt sein, darunterliegen, als Grundlage; übh. vorher existiren, da sein; Plut. Sol. 15; Philo u. a. Sp., wie S. Emp. oft.

Greek (Liddell-Scott)

προϋπόκειμαι: ὡς παθητ. τοῦ προϋποτίθημι, ὑπόκειμαι προηγουμένως ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = προϋπάρχω ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. προϋπάρχω ὡς ὑποθήκη, Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.

French (Bailly abrégé)

1 servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;
2 être hypothéqué auparavant.
Étymologie: πρό, ὑπόκειμαι.