προϋποτίθημι
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A set under before, Hp.Acut.21; σπόνδυλον [θύρᾳ] Aen.Tact.36.2 (Pass.); προϋποθεὶς τὸν Ἄτλαντα τοῖς βάρεσι Ph.Byz.Mir.6.2.
2 Pass., to be laid as a foundation before, θεμέλιον ἢ οἷον ἔδαφος -τιθέμενον Dam.Pr. 121; -τιθεμένην ἀρχήν ibid.
II Med., assume as preliminary, πολλά Arist.Pol.1325b38, cf. Plu.2.1013b.
2 premise, ὡς.. Longin.1.3; ταῦτα Str.1.2.11, Cleom.1.10.
3 mortgage before, PFlor.81.6 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 795] (s. τίθημι), vorher daruntersetzen, vorher annehmen, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προϋποτίθημι: τίθημι ὑπὸ πρότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, ΙΙ. Μέσ. ὑποδηλῶ ἐκ τῶν προτέρων, Λογγῖν. 1, κτλ.· ― Παθ., δεῖ πολλὰ προϋποτεθεῖσθαι = προϋποκεῖσθαι, Ἀριστ. Πολ. 7. 4, 2.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ὑποτίθημι
(παθ. γ' εν. πρόσ. ενεστ.) προϋποτίθεται
έχει τεθεί ως προϋπόθεση, έχει γίνει εκ τών προτέρων δεκτό
μσν.-αρχ.
μέσ. προϋποτίθεμαι
παρέχω κάτι ως προϋπόθεση, ως προκαταρκτικό όρο («διὸ δεῖ πολλὰ προϋποτεθεῖσθαι», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ενεργ. τοποθετώ κάτι προηγουμένως από κάτω («προϋποθεὶς τὸν Ἄτλαντα τοῖς βάρεσι», Φίλ.)
2. μέσ. υποδηλώνω εκ τών προτέρων
3. παθ. τίθεμαι ως βάση, τοποθετούμαι ως θεμέλιο προηγουμένως («θεμέλιον ἤ οἷον ἔδαφος προϋποτιθέμενον», Δαμάσκ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ϋποτίθημι act. tevoren eronder aanbrengen:. προϋποτιθέναι δὲ χρὴ μαλθακόν τι men moet eerst iets zachts als onderlaag aanbrengen Hp. Acut. 21. med. van tevoren aannemen:. πολλὰ προϋποτεθεῖσθαι veel aannames hebben Aristot. Pol. 1325b38.