πρότιμος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρότῑμος''': -ον, ([[τιμή]]) ὁ ὑπέρ τινα τιμώμενος, πλείονος [[τιμῆς]] [[ἄξιος]] ἤ..., τινος Ξενοφάν. (2. 17) παρ᾿ Ἀθην. 414Β· προτιμότερον τῶν χρημάτων Πλάτ. Ἐρυξ. 393D· ἀπολ., πρ. λίθοι, πολύτιμοι λίθοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 947D, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 4, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 7, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107. | |lstext='''πρότῑμος''': -ον, ([[τιμή]]) ὁ ὑπέρ τινα τιμώμενος, πλείονος [[τιμῆς]] [[ἄξιος]] ἤ..., τινος Ξενοφάν. (2. 17) παρ᾿ Ἀθην. 414Β· προτιμότερον τῶν χρημάτων Πλάτ. Ἐρυξ. 393D· ἀπολ., πρ. λίθοι, πολύτιμοι λίθοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 947D, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 4, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 7, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />plus honoré, plus estimé que, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τιμή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A most honoured, Xenoph.2.17: abs., π. λίθοι precious stones, v.l. in Pl.Lg.947d; προτιμότερον τῶν χρημάτων Id.Erx.393d (v.l.), cf. J.AJ 6.10.2, Luc.D Deor.5.3, Ael.NA8.4 (s. v.l.), D.C.47.31.
German (Pape)
[Seite 793] vor Andern geehrt, vorzüglich; λίθοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πρότῑμος: -ον, (τιμή) ὁ ὑπέρ τινα τιμώμενος, πλείονος τιμῆς ἄξιος ἤ..., τινος Ξενοφάν. (2. 17) παρ᾿ Ἀθην. 414Β· προτιμότερον τῶν χρημάτων Πλάτ. Ἐρυξ. 393D· ἀπολ., πρ. λίθοι, πολύτιμοι λίθοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 947D, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 4, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 7, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plus honoré, plus estimé que, gén..
Étymologie: πρό, τιμή.