ῥυμουλκέω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῡμουλκέω''': (ῥῦμα Ι. 2, [[ἕλκω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἕλκω]] διὰ σχοινίου, [[σύρω]] κατόπιν μου, Λατ. remulcare ἢ remulco agere, ναῦν Πολύβ. 1. 27, 9, Στράβ. 233, κτλ. | |lstext='''ῥῡμουλκέω''': (ῥῦμα Ι. 2, [[ἕλκω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἕλκω]] διὰ σχοινίου, [[σύρω]] κατόπιν μου, Λατ. remulcare ἢ remulco agere, ναῦν Πολύβ. 1. 27, 9, Στράβ. 233, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />tirer avec un câble, remorquer.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῦμα]], [[ὁλκός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
(ῥῦμα (A) 2, ἕλκω)
A draw by a line, tow, Lat. remulcare or remulco agere, ναῦς Plb.1.27.9, cf. Str.5.3.6, D.S.20.74, Peripl.M. Rubr.44, etc.
German (Pape)
[Seite 851] am Zugseile ziehen, fortziehen, ein Schiff bugsiren; D. Sic. 20, 74; Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡμουλκέω: (ῥῦμα Ι. 2, ἕλκω) ὡς καὶ νῦν, ἕλκω διὰ σχοινίου, σύρω κατόπιν μου, Λατ. remulcare ἢ remulco agere, ναῦν Πολύβ. 1. 27, 9, Στράβ. 233, κτλ.