σαύνιον: Difference between revisions
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαύνιον''': ἢ σαυνίον, τό, [[ἀκόντιον]], Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2, Στράβ. 717, 734, Διόδ. 14. 27, κτλ. Ὁ Festus ἐτυμολογεῖ τὸ Λατ. Samnites ἐκ τῆς λέξεως ταύτης, παρὰ δὲ Στράβ. 250 ὁ [[τύπος]] Σαυνῖται μνημονεύεται ὡς [[γνήσιος]] Ἑλληνικὸς [[τύπος]] (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παρ’ αὐτῷ Σαννῖται, 249 κἑξ.)· οὕτω Σαυνῖτις (δηλ. [[χώρα]]), ἡ, Samnium, Πολύβ. 3. 90, 7. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 122. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυνίον· [[ἀκόντιον]] βαρβαρικόν, καὶ σαθρόν, χαῦνον, ἀσθενὲς παρὰ Κρατίνῳ». | |lstext='''σαύνιον''': ἢ σαυνίον, τό, [[ἀκόντιον]], Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2, Στράβ. 717, 734, Διόδ. 14. 27, κτλ. Ὁ Festus ἐτυμολογεῖ τὸ Λατ. Samnites ἐκ τῆς λέξεως ταύτης, παρὰ δὲ Στράβ. 250 ὁ [[τύπος]] Σαυνῖται μνημονεύεται ὡς [[γνήσιος]] Ἑλληνικὸς [[τύπος]] (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παρ’ αὐτῷ Σαννῖται, 249 κἑξ.)· οὕτω Σαυνῖτις (δηλ. [[χώρα]]), ἡ, Samnium, Πολύβ. 3. 90, 7. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 122. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυνίον· [[ἀκόντιον]] βαρβαρικόν, καὶ σαθρόν, χαῦνον, ἀσθενὲς παρὰ Κρατίνῳ». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> javelot;<br /><b>2</b> verge de l’homme.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt d’origine inconnue. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
or σαυνίον, τό,
A javelin, Men.508, Str.15.1.66, 15.3.18, D.S.14.27, D.H.4.17, prob. in IG22.1641.55. II membrum virile, Cratin.443.
German (Pape)
[Seite 865] od. σαυνίον, τό, wie ἀκόντιον, 1) der Wurfspieß (Samnitibus nomen factum propter genus hastae, quod σαύνια appellant Graeci, Festus), D. S. 1, 86. 14, 27. – 2) das männliche Glied, Cratin. bei Poll. 10, 143.
Greek (Liddell-Scott)
σαύνιον: ἢ σαυνίον, τό, ἀκόντιον, Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2, Στράβ. 717, 734, Διόδ. 14. 27, κτλ. Ὁ Festus ἐτυμολογεῖ τὸ Λατ. Samnites ἐκ τῆς λέξεως ταύτης, παρὰ δὲ Στράβ. 250 ὁ τύπος Σαυνῖται μνημονεύεται ὡς γνήσιος Ἑλληνικὸς τύπος (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παρ’ αὐτῷ Σαννῖται, 249 κἑξ.)· οὕτω Σαυνῖτις (δηλ. χώρα), ἡ, Samnium, Πολύβ. 3. 90, 7. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 122. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυνίον· ἀκόντιον βαρβαρικόν, καὶ σαθρόν, χαῦνον, ἀσθενὲς παρὰ Κρατίνῳ».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 javelot;
2 verge de l’homme.
Étymologie: DELG emprunt d’origine inconnue.