3,253,652
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σέρφος''': ὁ, μικρὸν ἔντομον πτερωτόν, πιθανῶς [[εἶδος]] ἐμπίδος ἢ πτερυγοφόρου μύρμηκος, Ἀριστοφ. Σφ. 352 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.) Ὄρν. 82, 570· -παροιμ., ἔστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ [[χολή]], καὶ ἡ ἐμπὶς ἔτι ἔχει τὸ [[κέντρον]] της, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 82, Σφ. 362, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 49· -φέρεται συρφὸς παρ’ Ἡσύχ. | |lstext='''σέρφος''': ὁ, μικρὸν ἔντομον πτερωτόν, πιθανῶς [[εἶδος]] ἐμπίδος ἢ πτερυγοφόρου μύρμηκος, Ἀριστοφ. Σφ. 352 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.) Ὄρν. 82, 570· -παροιμ., ἔστι κἀν μύρμηκι κἀν σέρφῳ [[χολή]], καὶ ἡ ἐμπὶς ἔτι ἔχει τὸ [[κέντρον]] της, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 82, Σφ. 362, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 49· -φέρεται συρφὸς παρ’ Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />petit insecte ailé, <i>pê</i> moucheron <i>ou</i> cousin.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} |