Σκύθης: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Σκύθης''': [ῠ], -ου, ὁ· κλητ. Σκύθᾰ Θεόγν. 829, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1112, κτλ.· - [[κάτοικος]] τῆς Σκυθικῆς, πρῶτον παρ’ Ἡσ. ἐν. Ἀποσπ, 17· παροιμ., Σκυθῶν [[ἐρημία]], ὡς θὰ ἐλέγομεν [[σήμερον]] «Ἀφρικανὴ [[ἐρημία]]», Ἀριστοφ. Ἀχ. 704, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 2· - μεταφορ., [[ἄνθρωπος]] [[ἄξεστος]] καὶ [[τραχύς]], ἐν λόγοις Σκύθ. Πλούτ. 2. 847F· πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 4. 13. 2) ὡς ἐπίθετον, [[Σκυθικός]], Σκ. [[ὅμιλος]] Αἰσχύλ. Πρ. 417· [[σίδηρος]] ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 817 (πρβλ. Χάληψ)· [[κύανος]] Θεοφρ. Ἀποσπ. 2. 55. ΙΙ ἐν Ἀθήναις, ἀστυνομικὸς [[ὑπηρέτης]] ἢ [[κλητήρ]]· [[διότι]] οἱ τοιοῦτοι κατὰ τὸ πλεῖστον ἦσαν Σκύθαι δοῦλοι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1017, 1026, Λυσ. 451· πρβλ. [[τοξότης]] ΙΙΙ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ, 357 κἑξ.
|lstext='''Σκύθης''': [ῠ], -ου, ὁ· κλητ. Σκύθᾰ Θεόγν. 829, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1112, κτλ.· - [[κάτοικος]] τῆς Σκυθικῆς, πρῶτον παρ’ Ἡσ. ἐν. Ἀποσπ, 17· παροιμ., Σκυθῶν [[ἐρημία]], ὡς θὰ ἐλέγομεν [[σήμερον]] «Ἀφρικανὴ [[ἐρημία]]», Ἀριστοφ. Ἀχ. 704, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 2· - μεταφορ., [[ἄνθρωπος]] [[ἄξεστος]] καὶ [[τραχύς]], ἐν λόγοις Σκύθ. Πλούτ. 2. 847F· πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 4. 13. 2) ὡς ἐπίθετον, [[Σκυθικός]], Σκ. [[ὅμιλος]] Αἰσχύλ. Πρ. 417· [[σίδηρος]] ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 817 (πρβλ. Χάληψ)· [[κύανος]] Θεοφρ. Ἀποσπ. 2. 55. ΙΙ ἐν Ἀθήναις, ἀστυνομικὸς [[ὑπηρέτης]] ἢ [[κλητήρ]]· [[διότι]] οἱ τοιοῦτοι κατὰ τὸ πλεῖστον ἦσαν Σκύθαι δοῦλοι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1017, 1026, Λυσ. 451· πρβλ. [[τοξότης]] ΙΙΙ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ, 357 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> Scythe, [[οἱ]] [[Σκύθαι]] les Scythes, <i>n. commun à tous les peuples du NE de l’Europe et du N de l’Asie ; p. ext.</i> homme inculte, grossier, brutal ; <i>à Athènes</i> garde de police <i>(ce corps étant surtout composé de Scythes)</i>;<br /><b>2</b> de Scythe, des Scythes.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκύθης Medium diacritics: Σκύθης Low diacritics: Σκύθης Capitals: ΣΚΥΘΗΣ
Transliteration A: Skýthēs Transliteration B: Skythēs Transliteration C: Skythis Beta Code: *sku/qhs

English (LSJ)

ου, ὁ: voc.

   A Σκύθᾰ Thgn.829, Ar.Th.1112, etc.:—Scythian, first in Hes. Fr.55: prov., Σκυθῶν ἐρημία, of a desert, Ar.Ach.704: metaph., rude, rough person, ἐν λόγοις Σ. Plu.2.847f, cf. Men.533.13.    2 Adj. Scythian, Σ. ἐς οἷμον A.Pr.2; Σ. ὅμιλος ib.417 (lyr.); σίδηρος Id.Th. 818 (cf. Χάλυψ) ; κύανος Thphr.Lap.55.    II at Athens, one of the city police, which was mainly composed of Scythian slaves, Ar.Th. 1018,1026, Lys.451; cf. τοξότης 111.    2 = ἱπποτοξότης, Ael. Tact.2.13.

Greek (Liddell-Scott)

Σκύθης: [ῠ], -ου, ὁ· κλητ. Σκύθᾰ Θεόγν. 829, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1112, κτλ.· - κάτοικος τῆς Σκυθικῆς, πρῶτον παρ’ Ἡσ. ἐν. Ἀποσπ, 17· παροιμ., Σκυθῶν ἐρημία, ὡς θὰ ἐλέγομεν σήμερον «Ἀφρικανὴ ἐρημία», Ἀριστοφ. Ἀχ. 704, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 2· - μεταφορ., ἄνθρωπος ἄξεστος καὶ τραχύς, ἐν λόγοις Σκύθ. Πλούτ. 2. 847F· πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 4. 13. 2) ὡς ἐπίθετον, Σκυθικός, Σκ. ὅμιλος Αἰσχύλ. Πρ. 417· σίδηρος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 817 (πρβλ. Χάληψ)· κύανος Θεοφρ. Ἀποσπ. 2. 55. ΙΙ ἐν Ἀθήναις, ἀστυνομικὸς ὑπηρέτηςκλητήρ· διότι οἱ τοιοῦτοι κατὰ τὸ πλεῖστον ἦσαν Σκύθαι δοῦλοι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1017, 1026, Λυσ. 451· πρβλ. τοξότης ΙΙΙ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ, 357 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 Scythe, οἱ Σκύθαι les Scythes, n. commun à tous les peuples du NE de l’Europe et du N de l’Asie ; p. ext. homme inculte, grossier, brutal ; à Athènes garde de police (ce corps étant surtout composé de Scythes);
2 de Scythe, des Scythes.
Étymologie:.