συγκλάω: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκλάω''': μέλλ. -κλάσω, συνθλῶ, [[συγκάμπτω]], [[λυγίζω]], «τσακίζω», κλήματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1031, πρβλ. Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C ― Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων ἐνησχολημένων εἰς δουλικὰς ἐνασχολήσεις, συνθλῶμαι, κατατσακίζομαι, συγκάμπτομαι, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Πλάτ. Πολ. 495E· οἱ δοῦλοι... κάμπτονται καὶ συγκλῶνται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173A· πρβλ. [[ἐκκλάω]]. ΙΙ. ἀμεταβ., συγκρούομαι, Ἀθήν. 608C. | |lstext='''συγκλάω''': μέλλ. -κλάσω, συνθλῶ, [[συγκάμπτω]], [[λυγίζω]], «τσακίζω», κλήματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1031, πρβλ. Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C ― Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων ἐνησχολημένων εἰς δουλικὰς ἐνασχολήσεις, συνθλῶμαι, κατατσακίζομαι, συγκάμπτομαι, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Πλάτ. Πολ. 495E· οἱ δοῦλοι... κάμπτονται καὶ συγκλῶνται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173A· πρβλ. [[ἐκκλάω]]. ΙΙ. ἀμεταβ., συγκρούομαι, Ἀθήν. 608C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> briser ensemble <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass. fig.</i> être brisé (par la fatigue, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> heurter en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
A break, break off, κλήματα Ar.Ec.1031, cf. Chaerem.14.13, Thphr.HP4.7.3; ὅπλον LXX Ps.45 (46).10; of a bad carver, mangle, τὰ μέρη Herm.in Phdr. p.189 A.; dub. sens. in Phld.Mus.p.23 K.:—Pass., of persons engaged in servile occupations, to be cramped or stunted, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Pl.R.495e; οἱ δοῦλοι . . κάμπτονται καὶ συγκλῶνται Id.Tht.173a; of lines, Arist. Pr.892a15.
German (Pape)
[Seite 968] att. statt συγκλαίω. (s. κλάω), zusammenbrechen; πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται, Plat. Theaet. 173 a; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι, Rep. IV, 495 e; – intrans., gewaltsam zusammentreffen, Ath. XIII, 608 c.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλάω: μέλλ. -κλάσω, συνθλῶ, συγκάμπτω, λυγίζω, «τσακίζω», κλήματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1031, πρβλ. Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C ― Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων ἐνησχολημένων εἰς δουλικὰς ἐνασχολήσεις, συνθλῶμαι, κατατσακίζομαι, συγκάμπτομαι, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Πλάτ. Πολ. 495E· οἱ δοῦλοι... κάμπτονται καὶ συγκλῶνται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173A· πρβλ. ἐκκλάω. ΙΙ. ἀμεταβ., συγκρούομαι, Ἀθήν. 608C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 briser ensemble ou en même temps ; Pass. fig. être brisé (par la fatigue, etc.);
2 heurter en même temps.
Étymologie: σύν, κλάω.